Γαλλία: Μόνος και πολιτικά αδύναμος ο Μπαϊρού
«Η στιγμή της αλήθειας». Με αυτό το σύνθημα, το οποίο μπορούσε κανείς να διαβάσει στην τεράστια επιγραφή πίσω του, ο πρωθυπουργός της Γαλλίας Φρανσουά Μπαϊρού παρουσίασε στους συμπατριώτες του τις βασικές κατευθύνσεις του προϋπολογισμού για το 2026, ο οποίος προβλέπει ένα σκληρό σχέδιο δημοσιονομικής προσαρμογής για να αποτρέψει τη χώρα από το να υποφέρει, κατά τα λεγόμενά του Μπαϊρού, από μια κρίση χρέους παρόμοια με εκείνη που υπέστη η Ελλάδα το 2010 και η οποία είχε καταστροφικές κοινωνικές συνέπειες.
Ο γάλλος πρωθυπουργός, επί μακρόν τεχνοκράτης, ανακοίνωσε μεταξύ άλλων περικοπές ύψους 44 δισ. ευρώ (1,3% του ΑΕΠ) στον προϋπολογισμό του 2026, την κατάργηση 3.000 θέσεων εργασίας στον δημόσιο τομέα, την κατάργηση δύο αργιών και μια απροσδιόριστη εισφορά αλληλεγγύης από τις ομάδες με τα υψηλότερα εισοδήματα, σε ένα «σαφές αλλά μάλλον μάταιο» όπως σχολίασε ο «Monde», νεύμα προς την αριστερά.
Μόνο οι πληρωμές τόκων για το χρέος, το οποίο συνεχίζει να αυξάνεται, και οι αμυντικές δαπάνες θα γλιτώσουν από τις περικοπές. Αυτές θα αυξηθούν κατά 10% τα επόμενα δύο χρόνια (περίπου 6,5 δισ. ευρώ συνολικά), όπως ανακοίνωσε ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν.
Είναι αλήθεια το ότι η Γαλλία βρίσκεται σε μια σαφώς μη βιώσιμη δημοσιονομική πορεία εδώ και χρόνια: το έλλειμμα ανήλθε σε 5,8% το 2024, το δεύτερο υψηλότερο στην ευρωζώνη μετά τη Σλοβακία.
Το δημόσιο χρέος ανέρχεται στο 113% του ΑΕΠ, το οποίο ξεπερνούν μόνο η Ιταλία και η Ελλάδα. Και, σύμφωνα με την Τράπεζα της Γαλλίας, η οικονομία θα αναπτυχθεί μόλις κατά 0,6% φέτος. Αυτή η δημοσιονομική επιδείνωση εξηγεί γιατί οι επενδυτές απαιτούν περισσότερα από τη Γαλλία για το χρέος της από όσα από την Ελλάδα.
Μόνο φέτος, το γαλλικό υπουργείο Οικονομικών θα δαπανήσει περισσότερα από 60 δισ. ευρώ σε πληρωμές τόκων και, εάν η τρέχουσα πορεία δεν διορθωθεί, η κατανομή θα φτάσει τα 100 δισ. το 2029 και θα υπερβεί το ποσό που διατίθεται για την εκπαίδευση, που μέχρι στιγμής ήταν η μεγαλύτερη κατανομή του προϋπολογισμού.
Εν προκειμένω, το δίδυμο Μακρόν-Μπαϊρού θα προσπαθήσει να περιορίσει το χρέος αλλά και να χρηματοδοτήσει την άμυνα εις βάρος του γαλλικού κράτους πρόνοιας: ο προϋπολογισμός για την υγειονομική περίθαλψη θα μειωθεί κατά 5 δισ. ευρώ, οι συντάξεις, οι μισθοί του δημοσίου και τα κοινωνικά επιδόματα θα παγώσουν και θα πραγματοποιηθεί μια νέα αναπροσαρμογή των επιδομάτων ανεργίας, μόλις έξι μήνες μετά την έγκριση της τελευταίας.
Εν ολίγοις, πρόκειται για πολιτικές λιτότητας και όλα αυτά καθώς το γαλλικό κράτος πρόνοιας έχει ήδη επιδεινωθεί σοβαρά. Το Γαλλικό Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής δημοσίευσε τα σχετικά στοιχεία την περασμένη εβδομάδα: το 2023, η χώρα κατέγραψε το υψηλότερο ποσοστό φτώχειας τα τελευταία 30 χρόνια, με περίπου 10 εκατ. ανθρώπους να ζουν κάτω από το 60% του μέσου μηνιαίου εισοδήματος (1.288 ευρώ).
Η κυβέρνηση σε τεντωμένο σχοινί
Μια ακόμη αλήθεια είναι πως οι επικρίσεις για το νομοσχέδιο, τόσο από τη δεξιά όσο και από την αριστερά, επιβεβαιώνουν ότι έχει ελάχιστες πιθανότητες να περάσει από την Εθνοσυνέλευση, σε μια διαδικασία που θα ξεκινήσει τον ερχόμενο Οκτώβριο.
Οι «Financial Times» αναφέρουν πως ο Μπαϊρού έχει ουσιαστικά στοιχηματίσει την επιβίωση της κυβέρνησής του στην επίτευξη μιας συμφωνίας με το Σοσιαλιστικό Κόμμα, ελπίζοντας ότι με κάποιες παραχωρήσεις θα πείσει τους αριστερούς βουλευτές να ψηφίσουν τον επίμαχο προϋπολογισμό.
Αν αυτό δεν συμβεί, η κυβέρνηση μπορεί να μπει στον πειρασμό να καταφύγει στο Άρθρο 49.3 του Γαλλικού Συντάγματος, το οποίο επιτρέπει την έγκριση ενός νόμου χωρίς ψηφοφορία, μια στρατηγική που πολλοί θεωρούν πως μπορεί να αποβεί «αυτοκτονική». Σε αυτή την περίπτωση, μόνο ο διχασμός της αντιπολίτευσης μπορεί να λειτουργήσει υπέρ του Μπαϊρού, ο οποίος μόλις πριν από δύο εβδομάδες επέζησε της όγδοης ψήφου δυσπιστίας, την οποία είχαν προωθήσει οι Σοσιαλιστές.
Αν και έχει καταφέρει να επιβιώσει αυτούς τους επτά μήνες, ο Μπαϊρού δεν παύει να βρίσκεται σε μια κατάσταση μοναξιάς και ακραίας πολιτικής αδυναμίας σε ένα Κοινοβούλιο εντελώς κατακερματισμένο μετά τις περυσινές βουλευτικές εκλογές.
Πιθανότατα λοιπόν θα αντιμετωπίσει άλλη μια ψήφο δυσπιστίας μετά το καλοκαίρι. Αλλά ταυτόχρονα, οποιοσδήποτε υποψήφιος στις προεδρικές εκλογές του 2027 θα προτιμούσε να βρει τη δύσκολη δουλειά του προϋπολογισμού ολοκληρωμένη.
Παράλληλα, μια νέα πολιτική κρίση το φθινόπωρο θα εκτόξευε το ασφάλιστρο κινδύνου του γαλλικού χρέους και θα προκαλούσε δυσπιστία στις αγορές, «ένας παράγοντας που κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και ειδικά όταν πρόκειται για μια οικονομία του μεγέθους και της πολιτικής σημασίας της Γαλλίας» επισημαίνει η ισπανική «El Pais».
Content Original Link:
" target="_blank">