Βουλγαρία: Mεταξύ νομισματικής μετάβασης και πολιτικής όξυνσης
«Πρώτα η ανάπτυξη». Το συγκεκριμένο σλόγκαν για δεκαετίες συνόψιζε την τακτική που ακολουθούσε η Ευρωπαϊκή Ένωση προς τα κράτη του Ανατολικού Μπλοκ, προκρίνοντας την εύρυθμη λειτουργία των αγορών ως πρώτο βήμα σύγκλισης με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Υπήρξαν ωστόσο και οι επίμονες εξαιρέσεις, με την Βουλγαρία να αποτελεί μια από τις πλέον εμβληματικές και τα όσα συμβαίνουν τον τελευταίο μήνα να επιβεβαιώνουν αυτή την ιδιαιτερότητα.
Η ημερομηνία-κλειδί εδώ είναι η 8η Ιουλίου και η σύλληψη του δημάρχου της Βάρνας και πολιτικού του αντιπολιτευτικού συνασπισμού «Συνεχίζουμε την Αλλαγή – Δημοκρατική Βουλγαρία» (PP-DB), Μπλάγκομιρ Κότσεφ, με την κατηγορία της υπεξαίρεσης κονδυλίων μέσω συμβάσεων δημόσιων προμηθειών. Ο ίδιος αρνείται κατηγορηματικά τις κατηγορίες, κάνοντας λόγο για πολιτικά υποκινούμενη υπόθεση, ενώ χιλιάδες πολίτες έχουν βγει στους δρόμους στη Βάρνα, τη Σόφια και άλλα αστικά κέντρα, κατηγορώντας την κυβέρνηση για χειραγώγηση της δικαιοσύνης.
Σύγκλιση ή ευρωσκεπτικισμός;
Δεν είναι η πρώτη περίπτωση που εκλεγμένος αντιπολιτευόμενος πολιτικός αντιμετωπίζει ποινική δίωξη, καθώς και ο αντιδήμαρχος Σόφιας, Νίκολα Μπαρμπούτοφ, ο οποίος ανήκει επίσης στο ίδιο αντιπολιτευτικό μπλοκ, συνελήφθη με παρόμοιες κατηγορίες. Δεν είναι επίσης η πρώτη φορά που η χώρα κλυδωνίζεται από διαμαρτυρίες κατά της διαφθοράς – και το 2020 είχαν πραγματοποιηθεί μαζικές διαδηλώσεις όταν και πάλι το συντηρητικό κυβερνών κόμμα GERB, με πρωθυπουργό τότε τον επί μακρόν ηγέτη της Βουλγαρίας Μπόικο Μπορίσοφ, βρισκόταν στην εξουσία. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί πως η σύλληψη του Κότσεφ συνέπεσε με έκθεση της Κομισιόν που δημοσιεύθηκε την ίδια μέρα που συνελήφθη ο δήμαρχος της Βάρνας και η οποία έκανε λόγο για «διάβρωση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης» και «πολιτικές παρεμβάσεις».
Θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για παράξενα νέα αν αναλογιστούμε ότι μόλις στις αρχές του περασμένου Ιουνίου, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και Συμβούλιο Οικονομικών και Δημοσιονομικών Υποθέσεων (ECOFIN) έδωσαν το «πράσινο φως» για την ένταξη της Βουλγαρίας στην Ευρωζώνη από την 1η Ιανουαρίου του 2026. Το σκεπτικό των κοινοτικών θεσμών βασιζόταν στον θετικό για τη χώρα συνδυασμό χαμηλού ελλείμματος, χαμηλού δημόσιου χρέους και σταθερών επιτοκίων, ενώ η ισοτιμία του βουλγαρικού λέβα καθορίστηκε σε 1,95583 ανά ένα ευρώ.
Σε άλλες εποχές και υπό άλλες συνθήκες τα προαναφερθέντα θα συνιστούσαν απολύτως θετική εξέλιξη για τη συντριπτική πλειοψηφία της βουλγαρικής κοινωνίας. Όχι όμως πια. Σύμφωνα με έρευνα που διεξήχθη για λογαριασμό του Ευρωβαρόμετρου και η οποία κατέγραφε τις γενικές τάσεις του Απριλίου, οι μισοί πολίτες της γειτονικής χώρας είναι αρνητικά διακείμενοι στην υιοθέτηση του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, εκτιμώντας πως η υιοθέτησή του θα έχει περισσότερες αρνητικές επιπτώσεις για τους ίδιους.
Πρόκειται για μια ευεξήγητη στάση αν σκεφτεί κανείς πως εκατομμύρια Βούλγαροι που έζησαν τις χρεοκοπίες των τραπεζών, τις οικονομικές κρίσεις και την οδυνηρή μετάβαση της δεκαετίας του 1990, το νόμισμά τους, το λεβ, περισσότερο από χαρτονόμισμα είναι ένα σύμβολο σταθερότητας και οικονομικής ανεξαρτησίας. Αυτή η σύμπτωση αβεβαιότητας και εθνικής υπερηφάνειας ήταν που οδήγησε τον Ιούνιο χιλιάδες διαδηλωτές στους δρόμους, με αίτημα τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την ένταξη της χώρας στην Ευρωζώνη και με κύριο οργανωτή το ακροδεξιό και φιλορωσικό κόμμα «Αναγέννηση».
Το αίτημα – που απορρίφθηκε από τη Βουλή γιατί αντέκειτο στο εθνικό Σύνταγμα και τους όρους της Συμφωνίας Σύνδεσης με την ΕΕ – στήριξε και ο βούλγαρος πρόεδρος Ρούμεν Ράντεφ, εκφράζοντας τους ενδοιασμούς του για την προσαρμογή στο νέο νόμισμα και αποκαλώντας την ένταξη της Βουλγαρίας «χαρά για τους κυβερνώντες και συναγερμό για τον λαό».
Κρίση μεταξύ Βερολίνου και Σόφιας
Σαν να μην έφταναν οι εγχώριοι αναβρασμοί, προέκυψαν και οι διμερείς. Έτσι, όσοι συμμετείχαν στις πρόσφατες διαδηλώσεις υποστηρίζουν ότι ο λόγος που η κυβέρνηση μένει στο απυρόβλητο από τις Βρυξέλλες δεν είναι άλλος από το
γεγονός ότι η επικεφαλής της Κομισιόν Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν είναι μέλος των γερμανών Χριστιανοδημοκρατών (CDU), κόμμα που ανήκει στην ίδια ευρωπαϊκή κοινοβουλευτική συμμαχία με το κυβερνών GERB.
Η απάντηση της κυβέρνησης ήλθε δια της όξυνσης των σχέσεων, με αφορμή την απόφαση του πρέσβη της Γερμανίας να συμμετέχει σε διαδήλωση στη Βάρνα, εκφράζοντας έτσι – σιωπηρά έστω – αλληλεγγύη προς τον αντιπολιτευόμενο δήμαρχο και τους υποστηρικτές του. Η ενέργεια αυτή χαρακτηρίστηκε «πρωτοφανής» από τη Σόφια και το Υπουργείο Εξωτερικών απέστειλε επίσημη διαμαρτυρία στο Βερολίνο, καταγγέλλοντας «άμεση παρέμβαση στις εσωτερικές δικαστικές υποθέσεις της χώρας».
Μια χώρα, δύο «ψυχές»
Σε αυτό το εκρηκτικό μίγμα συσχετισμών και επιστρέφοντας στα ευρήματα του Ευρωβαρόμετρου έρχεται να προστεθεί η αρνητική διάθεση της πλειοψηφίας των πολιτών για παράταση της πολυδάπανης στρατιωτικής στήριξης στην Ουκρανία, τάση συνδυασμένη με την διαχρονική παρουσία ισχυρών φιλορωσικών αισθημάτων.
Υπάρχει διέξοδος από αυτή την κατάσταση Ιανού, σε μια χώρα όπου φαίνεται να συνυπάρχουν δύο «ψυχές», με αντίθετη κατεύθυνση; «Το ζήτημα είναι ότι άλλοι Βούλγαροι βλέπουν τους εαυτούς τους σαν Ευρωπαίους, ενώ άλλοι σαν έναν ιδιαίτερο βαλκανικό λαό. Και υπάρχει και ο παράγοντας Ρωσία, το αν είσαι φιλορώσος ή αντιρώσος», τόνισε ο Πλάμεν Ράλτσεφ, καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Εθνικής και Παγκόσμιας Οικονομίας της Σόφιας μιλώντας στο Euronews.
Με δεδομένη την πολιτική ρευστότητα – στη χώρα έχουν διεξαχθεί έξι φορές εθνικές εκλογές μέσα σε τέσσερα χρόνια –, την άνοδο της δημοφιλίας των ευρωσκεπτικιστικών κομμάτων, την κατάρρευση κάθε έννοιας διεθνούς αρχιτεκτονικής εν μέσω του διπλωματικού «τυφώνα» Τραμπ, και τη μάλλον όχι τόσο ανθηρή κατάσταση της ευρωπαϊκής οικονομίας, η οποία προβλέπεται να αναπτυχθεί με αναιμικούς ρυθμούς το 2025, η αβεβαιότητα αποτελεί για τη Βουλγαρία τη μόνο σίγουρη πρόβλεψη.
Content Original Link:
" target="_blank">