Γιάννης Περπερίδης στο Dnews: Άνθρωπος, τέχνη και νόημα: αναδεικνύοντας όρια της «Τεχνητής» «Νοημοσύνης»
Ένα από τα πιο επίκαιρα ζητήματα της εποχής μας είναι η αντικατάσταση ανθρώπινων ικανοτήτων και δραστηριοτήτων από την τεχνητή νοημοσύνη. Η λογοτεχνική δημιουργία (και ευρύτερα η τέχνη), ως ένας από τους πιο ιδιαίτερους και λεπτούς τομείς της ανθρώπινης έκφρασης, δεν θα μπορούσε να μείνει έξω από αυτή τη συζήτηση. Το ερώτημα, ωστόσο, δεν πρέπει να περιορίζεται στο αν η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να μιμηθεί τον άνθρωπο, αλλά στο αν μπορεί να υπερβεί την ανθρώπινη εμπειρία, να δημιουργήσει κάτι ριζικά νέο, να φανταστεί εκείνο που δεν έχει υπάρξει ποτέ. Αυτός είναι, άλλωστε, ο πυρήνας της λογοτεχνίας.
Κατά τη γνώμη μου, ο καθοριστικός παράγοντας σε αυτή τη συζήτηση είναι η δημιουργική φαντασία – μια φαντασία που δεν αναπαράγει απλώς, αλλά που συλλαμβάνει κάτι ανύπαρκτο, απελευθερωμένο από τις νόρμες του ήδη γνωστού. Οι ρομαντικοί συγγραφείς διέκριναν τη δημιουργική από την αποκριτική φαντασία: η πρώτη αναφέρεται στην επινόηση του νέου, η δεύτερη στην αναπαράσταση του υπάρχοντος. Η τεχνητή νοημοσύνη κατατάσσεται σαφώς στην αποκριτική σφαίρα. Μπορεί να ανασυνθέτει, να συνδυάζει, να οργανώνει το ήδη καταγεγραμμένο, αλλά όχι να υπερβεί τα όρια της βάσης δεδομένων της.
Το παράδειγμα που μου έρχεται στο νου αφορά ένα θεατρικό έργο[1] του Δημήτρη Βαρτζιώτη, στο οποίο συνομιλεί με τον Ludwig Wittgenstein. Σε μια καθοριστική στιγμή, ο συγγραφέας εκφέρει τη λέξη «Ανακαρμπίθ» –μια λέξη που δεν υπάρχει, δεν υπήρξε και δεν προέκυψε ως προϊόν αναγραμματισμού ή μηχανικής σύνθεσης, αλλά ως απόπειρα δημιουργίας νέου νοήματος μέσα σε υπάρχοντα γλωσσικά πλαίσια. Η «Ανακαρμπίθ» δεν είναι λέξη απλώς γιατί σχηματίστηκε με γράμματα˙ είναι λέξη γιατί γεννήθηκε μέσα από ένα ανθρώπινο πρόταγμα νοηματοδότησης –εκείνο του δημιουργού της, με την προσδοκία να διαταράξει και να ανασχηματίσει το γλωσσικό και κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο εντάσσεται. Δεν είναι αλγόριθμος αυτός που σκέφτηκε την επίδραση της λέξης στο πλαίσιο, αλλά άνθρωπος που ήθελε να αφήσει ίχνος, αποτύπωμα δημιουργίας.
Ακόμη και αν η τεχνητή νοημοσύνη επινοούσε μια νέα λέξη, το ζήτημα δεν είναι η σύνθεση γραμμάτων, αλλά το νόημα που παράγεται κοινωνικά, πολιτισμικά, ιστορικά. Ο Searle, στο εμβληματικό του κείμενο Μπορούν να σκεφτούν οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές; επισημαίνει πως ο υπολογιστής, όσο εξελιγμένος και να είναι, λειτουργεί συντακτικά: χειρίζεται σύμβολα, αλλά δεν τους προσδίδει σημασία. Δεν υπάρχει συνείδηση πίσω από την παραγωγή, δεν υπάρχει βίωμα, δεν υπάρχει πρόθεση. Η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να δημιουργήσει ένα «Ανακαρμπίθ», αλλά δεν θα το νοηματοδοτήσει με τον τρόπο που το έκανε ο άνθρωπος που το έφτιαξε ή οι άνθρωποι που το διάβασαν ή άκουσαν.
Η λογοτεχνία (στη μορφή της υψηλής τέχνης –δε θεωρώ κάθε γραφόμενο ως «υψηλή τέχνη»), όπως την καταλαβαίνω, είναι το αποτύπωμα της ανθρώπινης εμπειρίας στο πεδίο του λόγου. Δεν είναι μια σύνθεση αισθητικά όμορφων λέξεων, αλλά μια απόπειρα απόδοσης της ανθρώπινης εμπλοκής με την πραγματικότητα, του τρόπου που αυτή η πραγματικότητα βιώνεται, αλλά και προεκτείνεται στο μέλλον. Διότι η λογοτεχνική δημιουργία δεν εδράζεται μονάχα στο παρόν ή στο παρελθόν. Ο άνθρωπος γράφει και δημιουργεί έχοντας πάντα στο νου το μέλλον – είτε ως φόβο, είτε ως ελπίδα, είτε ως δυνατότητα. Ο αλγόριθμος λειτουργεί μόνο με ό,τι έχει από το παρελθόν των ανθρώπων: με ήδη υπάρχοντα δεδομένα. Ανακυκλώνει τα ίδια, όσο ευφυώς και να τα επεξεργάζεται.
Μόνο το «Είναι-προς-θάνατον», για να χρησιμοποιήσω τη φράση του Martin Heidegger, μπορεί να παράγει πραγματικά σπουδαία λογοτεχνία και τέχνη εν γένει. Το ον, με άλλα λόγια, που έχει θέσει το ερώτημα του Είναι του (της ύπαρξής του), και έχει αντιληφθεί ότι οδεύει διαρκώς προς τον θάνατο –ένα ον το οποίο έχει, δηλαδή, επίγνωση της περατότητάς του. Ο άνθρωπος φοβάται μήπως φύγει χωρίς να αφήσει κάτι πίσω του – αυτή είναι η θεμελιώδης ορμή της δημιουργίας. Ο αλγόριθμος δεν φοβάται, δεν επιθυμεί, δεν πονά, δεν ερωτεύεται, δεν χάνει. Είναι, κατά κάποιον τρόπο, ήδη νεκρός –ή αθάνατος (δύο περιπτώσεις που εξίσου σηματοδοτούν απώλεια νοήματος). Σε αυτή τη γραμμή σκέψης, επίσης, ο άνθρωπος δεν νοείται ότι δημιουργεί επειδή κατέχει όλα τα δεδομένα, όπως ακριβώς οι κατασκευαστές της ΤΝ θεωρούν ότι αν τροφοδοτήσουν όλα τα δεδομένα σε αυτά τα συστήματα, τότε αυτά θα φτάσουν να γίνουν όμοια με τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος δημιουργεί ακριβώς επειδή δεν κατέχει όλα τα δεδομένα –υπάρχει δίχως πληρότητα δεδομένων· δημιουργεί και αναδημιουργεί επειδή πάντοτε κάτι του ξεφεύγει. Τα πλήρη δεδομένα σηματοδοτούν την αδυνατότητα παραγωγής τέχνης, καθώς αυτή συνιστά πάντοτε την απόπειρα να αδραχτεί εκείνο που δεν κατέχεται και που, ωστόσο, πάντοτε διαφεύγει.
Δεύτερο θεμελιώδες επιχείρημα που θέλω να αναδείξω αφορά το βίωμα του σώματος εντός ενός κοινωνικού και πολιτικού κόσμου. Η λογοτεχνία πηγάζει από την ενσώματη εμπειρία ενός τέτοιου είδους κόσμου: από τις μικρές και μεγάλες αναμετρήσεις του ανθρώπου με την πόλη, τους άλλους, τις κοινωνικές του υποχρεώσεις, την επιθυμία και τη ματαίωση. Ο Leo Lowenthal (μέλος του αρχικού κύκλου στοχαστών της Σχολής της Φρανκφούρτης), μελετώντας το μυθιστόρημα, θεωρούσε πως η λογοτεχνία είναι η αποτύπωση της νέας εμπειρίας του κόσμου, του τρόπου με τον οποίο οι κοινωνικές αλλαγές διαγράφονται στην εσωτερικότητα των υποκειμένων. Η τεχνητή νοημοσύνη δεν έχει πρόσβαση σε αυτή την εμπειρία. Δεν ξέρει πώς είναι να περπατάς σε μια πόλη που σε καταπιέζει, να αγαπάς κάποιον που δεν μπορείς να έχεις, να φοβάσαι το αύριο όταν δεν έχεις δουλειά, να θρηνείς τον θάνατο ενός δικού σου. Ως εκ τούτου, η λογοτεχνία δεν είναι απλώς μια καλοδουλεμένη ιστορία. Είναι μια ιστορική τομή στο βίωμα, ή αλλιώς: είναι η καταγραφή του νέου τύπου βιώματος στο εσωτερικό κόσμων νοημάτων που δημιουργούνται από όντα που πλάθουν τους κόσμους, τα νοήματα και τα αξιακά τους συστήματα διαρκώς. Κάθε σπουδαίο λογοτεχνικό έργο κουβαλάει μέσα του τις απολήξεις μιας εποχής, τις εντάσεις και τις αντιφάσεις της. Η συγγραφέας δεν καταγράφει απλώς· αξιολογεί: αποφασίζει ποια εμπειρία αξίζει να αποτυπωθεί, ποια λέξη μπορεί να κουβαλήσει το νόημα αυτού που ένιωσε -και αυτό πάντοτε σχετίζεται με τις αξίες της εκάστοτε κοινωνικής στιγμής. Αυτού του είδους η αξιολόγηση προϋποθέτει συνείδηση, πολιτική και κοινωνική εμπειρία και ενσώματο βίωμα.
Εν κατακλείδι, η τεχνητή νοημοσύνη, όσο ικανή κι αν είναι να συνθέτει καλοδιατυπωμένες προτάσεις, δεν νοηματοδοτεί. Δεν υπάρχει βάθος στον κόσμο της, μονάχα εύρος. Δεν υπάρχει πρόθεση, μονάχα ανταπόκριση. Και ίσως γι’ αυτό το τελικό της προϊόν — όσο καλοδουλεμένο και να είναι — να μοιάζει πάντα λίγο πιο ρηχό, λίγο πιο άδειο. Η λογοτεχνία είναι, τελικά, η πιο αυθεντική μορφή κοινωνικής σημασιοδότησης. Και αν, όπως λέει ο Κορνήλιος Καστοριάδης, τίποτα δεν υφίσταται σε μια κοινωνία χωρίς να σημαίνει κάτι, τότε το πρόβλημα της τεχνητής νοημοσύνης δεν είναι η έλλειψη τεχνικής αρτιότητας, αλλά η αδυναμία να παράγει και να συμμετέχει στην ίδια τη διαδικασία άρθρωσης νοημάτων και θέσμισης αξιακών κόσμων και κοινωνιών.
Το παρόν κείμενο αποτελεί σύντομότερη εκδοχή του δοκιμίου: «Ε, ΤΝ! Μπορείς να φανταστείς Ανακαρμπίθ; ή περί της αδυναμίας λογοτεχνικής παραγωγής από την τεχνητή νοημοσύνη σήμερα» που δημοσιεύθηκε στο 4ο τεύχος του περιοδικού Βλάβη (εκδ. Αντίποδες).
(Ο Γιάννης Περπερίδης είναι Διδάκτωρ Φιλοσοφίας της Τεχνολογίας (Τμ. Φιλοσοφίας, Παν.μιο Ιωαννίνων), Διδάσκων στο Τμήμα Ιστορίας και Ψηφιακών Ανθρωπιστικών Επιστημών, στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο καθώς και Υπότροφος του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών του Harvard για έρευνα πάνω στην Ηθική της Τεχνητής Νοημοσύνης)
Content Original Link:
" target="_blank">