Οταν ο ελληνικός στόλος έπλεε στη Μαύρη Θάλασσα
Η επιχείρηση του ελληνικού κράτους με την επωνυμία «Χρυσόμαλλο Δέρας» για την εκκένωση των ελληνικών πληθυσμών από την εμπόλεμη Αμπχαζία έλαβε χώρα τον Δεκαπενταύγουστο του 1993 και ήταν ένα από τα πρόσφατα δείγματα της συνεχούς παρουσίας και του ενδιαφέροντος του ελληνισμού στα τεκταινόμενα στις ακτές και στην ενδοχώρα της Μαύρης Θάλασσας. Στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, η περιοχή βρίσκεται πάλι στο επίκεντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος και ο ελληνισμός της περιοχής ξαναβιώνει για μια ακόμη φορά κίνδυνο και ανασφάλεια για το μέλλον του.
Γυρνώντας πίσω στον χρόνο, εκεί στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στοΑ’ Παγ 1918, ξαναβλέπουμε τις ελληνικές πλώρες να τραβούν το γνωστό από αιώνων ναυτικό μονοπάτι για τον Εύξεινο/Αξενο Πόντο. Η αποστολή του ελληνικού πολεμικού ναυτικού και στρατού στην παρευξείνιο περιοχή, στην Κριμαία και στην ευρύτερη περιοχή της Οδησσού, αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου, θα είναι ένα διαπραγματευτικό όπλο στη διάθεση της ελληνικής κυβερνήσεως για τις διεκδικήσεις της στο θέμα της Μικράς Ασίας. Επικεφαλής των ναυτικών δυνάμεων ορίζεται ο ναύαρχος Γ. Κακουλίδης και των χερσαίων δυνάμεων ο διοικητής του Α΄ Σώματος Στρατού, στρατηγός Κ. Νίδερ.
Η πρώτη επιχείρηση εκτός συνόρων του σύγχρονου ελληνικού κράτους είναι σχετικά άγνωστη και υποφωτισμένη τόσο για τις χερσαίες όσο και για τις θαλάσσιες επιχειρήσεις που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκειά της αλλά και πριν και μετά από αυτή.
«Κατά μικράς ομάδας»
Η μεταφορά του Α΄ Σώματος Στρατού, που είχε λάβει τη διαταγή για να επιχειρήσει στους τομείς της Οδησσού και της Κριμαίας, θα γινόταν με πλοία από λιμάνια της Βορείου Ελλάδος. Το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, ο όρμος του Σταυρού και το λιμάνι των Ελευθερών, ήταν τα σημεία επιβίβασης των μονάδων που θα συμμετείχαν στην εκστρατεία, «…υπό την επιφύλαξιν όμως της Γαλλικής Ναυτικής Μοίρας της Ανατολής, ότι οι λιμένες αυτοί είναι εκτεθειμένοι εις τους ανέμους και ότι η επιβίβασις εν αυτοίς δεν θα ήτο δυνατόν να εξασφαλισθή, ειμή κατά μεμονωμένων πλοίων, ή μικράς ομάδας, εκάστου πλοίου ή ομάδας πληρουμένων ευθύς άμα τη προσεγγίσει και αναχωρούντων αμέσως».
Η διέλευση από τα Στενά γίνεται με προσοχή και χρήση πλοηγού καθόσον δεν είχαν εκκαθαριστεί από τα ναρκοπέδια και άλλα εμπόδια όπως τα βυθισμένα, από το 1915, προ των Στενών
πλοία των Συμμάχων.
Η επιβίβαση των πρώτων τμημάτων, του 34ου Συντάγματος Πεζικού της Δευτέρας Μεραρχίας Πεζικού ξεκινάει στις 2/15 Ιανουαρίου 1919 στα ατμόπλοια «Τίγρης» («Tigre») και «Νορμανδία» («Normandie»). Η έλλειψη κατάλληλων λιμενικών εγκαταστάσεων στα λιμάνια Σταυρού και Ελευθερών επέβαλε τη φόρτωση των βαρέων υλικών και οχημάτων μόνο από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Για τα δύο άλλα λιμάνια διατέθηκαν μικρά πλοία για τη μεταφορά του προσωπικού από την ακτή στα πλοία. Την ίδια ημέρα αποπλέει από τη Θεσσαλονίκη και το ατμόπλοιο «Σηκουάνας» («Seine») με νοσοκομείο 520 κλινών.
«2 Ιανουαρίου 1919. (Τετάρτη). Αναχώρησις εκ Θεσσαλονίκης ώρα 14, διά του ατμοπλοίου “Seine”. Πλοίαρχος Hermandè, υποπλοίαρχος Rabalant, ιατρός του ατμοπλοίου Fournier», γράφει στο ημερολόγιό του ο γιατρός Νικόλαος Σμπαρούνης – Τρίκορφος, διευθυντής του Β΄ Στρατιωτικού Νοσοκομείου Διακομιδής με έδρα την Οδησσό και σύμβουλος χειρουργός του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος. Στη διάθεση του εκστρατευτικού σώματος διατέθηκε, επίσης, το πλωτό νοσοκομείο «Αμφιτρίτη» για την κάλυψη των αναγκών του.
Η μεταφορά της Δευτέρας Μεραρχίας συνεχίζεται με τα ατμόπλοια «Ραιδεστός», «Kherson» («Χερσών»), «Μπελλαρωσία» («Bellarossie»), «Varna» («Βάρνα»), και «Khios» («Χίος»). Η διέλευση από τα Στενά γίνεται με προσοχή και χρήση πλοηγού καθόσον δεν είχαν εκκαθαριστεί από τα ναρκοπέδια και άλλα εμπόδια όπως τα βυθισμένα, από το 1915, προ των Στενών πλοία των Συμμάχων.
Ο αρχικός σχεδιασμός, οι χρόνοι και ο τρόπος μεταφοράς παρουσίασαν πολλές διαφοροποιήσεις και προβλήματα. Σε αυτό συνέβαλε η κακή σχεδίαση της επιχείρησης αλλά και η ταχύτητα με την οποία εξελισσόταν η κατάσταση στην περιοχή. Οι παράγοντες αυτοί επηρέασαν την αρχική σχεδίαση. Ο ρυθμός μεταφοράς αποδείχθηκε εξαιρετικά βραδύς.

Μετά τη μεταφορά της Δευτέρας Μεραρχίας ακολούθησε η μεταφορά της Δεκάτης Τρίτης Μεραρχίας με τα ατμόπλοια «Αυτοκράτωρ Νικόλαος», «Ευφράτης», «Ιερουσαλήμ», «Αυτοκράτωρ Αλέξανδρος» και «Αυτοκράτωρ Μέγας Πέτρος».
Δύο Τάγματα του 1ου ΣΠ με την άφιξή τους στην Οδησσό και κατόπιν διαταγής της γαλλικής διοίκησης μετεπιβιβάστηκαν στα ατμόπλοια «Ποτέμκιν» και «Αννα Δ΄» και κατευθύνθηκαν στη Χερσώνα προς ενίσχυση της πολιορκούμενης, από τις δυνάμεις των Μπολσεβίκων, φρουράς. Λόγω εποχιακών συνθηκών οι περισσότερες προσεγγίσεις στα λιμάνια γίνονταν με τη βοήθεια παγοθραυστικών.
Η θαλάσσια οδός επιλέχθηκε επίσης και για τη μεταφορά των τμημάτων από το Νικολάιεφ, όταν αυτό εκκενώθηκε από τα τμήματα του 7ου ΣΠ με τα ατμόπλοια «Βάρνα» και «Ραιδεστός». Η επιχείρηση έληξε σύντομα και χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα για τα συμμαχικά στρατεύματα. Χαρακτηριστικό της ταχύτητας εξέλιξης της κατάστασης είναι το ότι ενώ ακόμα συνεχιζόταν η αποστολή στρατευμάτων από την Ελλάδα, αποφασίστηκε η εκκένωση της Οδησσού τον Μάρτιο του ιδίου έτους.
Στις 18/31 Μαρτίου γνωστοποιείται με γενική διαταγή η εκκένωση της πόλης από τους υπηκόους των συμμάχων. Ο στρατηγός Νίδερ ζητάει με τηλεγράφημά του την αποστολή επιβατηγών πλοίων για τη μεταφορά των Ελλήνων της περιοχής και όσων είχαν προστρέξει εκεί. Στο «Εξαιρετικώς επείγον» έγγραφο προς το υπουργείο Εξωτερικών που ανακοινώνει, σε τηλεγράφημα του ναυάρχου Κακουλίδη αναγράφεται: «Οδησσός εξεκενώθη στρατιωτικώς ησύχως. Μπολσεβίκοι κατέλαβον πολιτικώς πόλιν. Στρατός υποχωρεί κανονικώς προς Ακκερμαν. Στρατηγός Νίδερ επί “Συρία”. Αφθονία μεταγωγικών, αλλά μόνον 10 χιλιάδες περίπου Ελληνες επιβιβάσθησαν. Εδίστασαν φύγωσι και βραδύτερον εφοβούντο κατέλθωσι παραλίαν».
Δύο Τάγματα με την άφιξή τους στην Οδησσό και κατόπιν διαταγής της γαλλικής διοίκησης μετεπιβιβάστηκαν σε ατμόπλοια και κατευθύνθηκαν στη Χερσώνα προς ενίσχυση της πολιορκούμενης, από τις δυνάμεις των Μπολσεβίκων, φρουράς.
Με 11 πλοία
Η συμμετοχή των ελληνικών πλοίων έγινε στο πλαίσιο της επιχείρησης που είχαν σχεδιάσει οι συμμαχικές δυνάμεις. Της εισόδου του ελληνικού και γαλλικού στόλου στη Μαύρη Θάλασσα είχε προηγηθεί η είσοδος του αγγλικού στόλου τον Οκτώβριο του 1918, μετά την υπογραφή της ανακωχής από την Τουρκία και του επακόλουθου ανοίγματος των Δαρδανελλίων.
Η Ελλάδα συμμετείχε στην εκστρατεία με έντεκα πλοία παρά τα προβλήματα που αντιμετώπιζε την εποχή εκείνη ο στόλος της. Τα προβλήματα του στόλου οφείλονταν ως επί το πλείστον στην κατάσταση των πλοίων αλλά και σε αυτήν του προσωπικού. Οι Γάλλοι είχαν κατασχέσει τον ελληνικό στόλο το 1916, ως αντίδραση και ως μορφή άσκησης πίεσης λόγω της εμμονής στην ουδετερότητα της Ελλάδος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Τα πλοία επεστράφησαν σε κακή κατάσταση και με πολλές ελλείψεις το 1917, μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης από τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Τα θωρηκτά «Κιλκίς» και «Λήμνος» ήταν ανάμεσα σε αυτά που είχαν κατασχεθεί μαζί με τον υπόλοιπο ελληνικό στόλο. Ο εθνικός διχασμός με τη σειρά του είχε επιφέρει πολλά προβλήματα στο προσωπικό, δημιουργώντας αντιπαλότητες και μίση μεταξύ των στελεχών. «Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και ο κατ’ αυτόν διχασμός της Ελλάδος έσχε την χειροτέραν επίδραση επί των Ελλήνων Αξιωματικών του Ναυτικού ούς έως τότε ηνωμένους», γράφει ο ναύαρχος Ε. Καββαδίας.
Τα πλοία που συμμετείχαν στην επιχείρηση ήταν τα θωρηκτά «Κιλκίς» και «Λήμνος», το εύδρομο «Γ. Αβέρωφ» (θωρακισμένο), τα αντιτορπιλικά (1.176 τόνων) «Αετός», «Ιέραξ», «Λέων» και «Πάνθηρ», το αντιτορπιλικό (750 τόνων) «Κεραυνός» και τα αντιτορπιλικά (350 τόνων) «Βέλος», «Θύελλα» και «Λόγχη». Το θωρηκτό «Κιλκίς» συμμετείχε ως το πλοίο του αρχηγού του ελαφρού στόλου του μακεδονομάχου υποναυάρχου Γ. Κακουλίδη, ΒΠΝ (18 Δεκ. 1917 – 28 Σεπ. 1918). Ο Κακουλίδης ήταν γνώστης της ρωσικής γλώσσας και είχε λάβει μετεκπαίδευση για πέντε χρόνια στο ρωσικό ναυτικό και στη σχολή πυροβολικού της Κροστάνδης.
Η παρουσία του ελληνικού πολεμικού στόλου στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας διήρκεσε από τον Νοέμβριο του 1918 μέχρι και τον Μάρτιο του 1920, ενώ των χερσαίων δυνάμεων για κάτι παραπάνω από τρεις μήνες.
Οι αποστολές
Οι βασικές αποστολές οι οποίες ανατέθηκαν στις ελληνικές ναυτικές δυνάμεις ήταν η συμμετοχή στην προσπάθεια διάσωσης του ρωσικού στόλου, η υποστήριξη των χερσαίων επιχειρήσεων και ο θαλάσσιος έλεγχος.
Η απουσία οργάνωσης και συντονισμού από τους έχοντες την ευθύνη Γάλλους ήταν εμφανής σε όλες τις πλευρές της επιχείρησης. Στο βιβλίο του Στυλιανού Χαρατσή «Η Πρώτη Επέμβαση» μέσα από το αρχείο του κυβερνήτη του «Πάνθηρος», αντιπλοιάρχου Ι. Γιαννηκώστα βρίσκουμε αναφορές και άγνωστες λεπτομέρειες σχετικά με τις επικρατούσες συνθήκες.
Ιδιαίτερα προβληματική ήταν η κατάσταση στα θέματα εφοδιασμού και διοικητικής μέριμνας. Οι κυβερνήτες των πλοίων έπρεπε μόνοι τους να βρίσκουν λύσεις ώστε να μπορούν να εκπληρώνουν την αποστολή τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αναφορά του κυβερνήτη του «Πάνθηρος», που αδυνατούσε να βρει καύσιμα για τη βοηθητική βενζινάκατο, αλλά και το ότι τα θωρηκτά που συνοδεύονταν από αντιτορπιλικά, στη διάρκεια της νύχτας τα ρυμουλκούσαν για να εξοικονομήσουν καύσιμο.
Προβλήματα παρουσιάζονταν και στην υγειονομική περίθαλψη καθόσον δεν υπήρχαν συμμαχικές υπηρεσίες που μπορούσαν να συνδράμουν. Η παρουσία των ελληνικών δυνάμεων εκτός από το ότι έγινε σε μια εποχή που οι καιρικές συνθήκες και οι θερμοκρασίες ήταν ακραίες, συνέπεσε και με την έξαρση της επιδημίας ισπανικής γρίπης. Αύξηση παρουσίασαν και τα αφροδίσια νοσήματα, όπως αναφέρεται σε αναφορά του αντιπλοιάρχου Γιαννηκώστα προς τον διοικητή του στόλου.
Οι αποστολές που αναλάμβαναν, πέρα από τις επιχειρησιακές, εκτείνονταν από τη μεταφορά προσωπικού (αδειούχοι, αποσπασμένοι, μετατιθέμενοι) μέχρι τη μεταφορά του ταχυδρομείου, διαφόρων υλικών και εφοδίων, ανταλλακτικών και οτιδήποτε αναγκαίου. Τα πλοία ήταν ο συνεκτικός κρίκος ανάμεσα στις χερσαίες και ναυτικές δυνάμεις στην περιοχή και την Ελληνική Στρατιωτική Επιτροπή Κωνσταντινουπόλεως (ΕΣΑΚ).
Τη στρατιωτική περιπέτεια στη Μαύρη Θάλασσα με τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τη συμμετοχή του ελληνικού στόλου και των χερσαίων δυνάμεων του Α΄ Σώματος Στρατού ακολούθησε η Μικρασιατική Εκστρατεία. Οι μονάδες του στόλου και οι σχηματισμοί του στρατού μετά την ανασυγκρότησή τους στο έδαφος της Ρουμανίας, προωθήθηκαν στη Σμύρνη, κάτι που εκείνη τη στιγμή φαινόταν να δικαιώνει την πεποίθηση ότι «ο δρόμος για τη Μικρά Ασία περνάει από την Ουκρανία».
*Ο κ. Σπύρος Καραμούτσος είναι υποψήφιος διδάκτωρ, Ιόνιο Πανεπιστήμιο και Κέντρο Ναυτιλιακής Ιστορίας / Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών – ΙΤΕ. (www.ims.forth.gr)
Content Original Link:
" target="_blank">