Αλλαγή σκυτάλης στη Νέα Δημοκρατία
Η εκλογή του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη ως προέδρου της Ν.Δ., την 1η Σεπτεμβρίου 1984, ήρθε κατά τη διάρκεια μιας πολύ δύσκολης περιόδου για το κόμμα, μετά μια εποχή οργανωτικής αναδιάρθρωσης υπό τον Ευάγγελο Αβέρωφ-Τοσίτσα, και αποτέλεσε βασικό βήμα για την προσαρμογή της ελληνικής Δεξιάς στα νέα μοντέλα διακυβέρνησης του δυτικού κόσμου κατά τη δεκαετία του 1980. Ο Μητσοτάκης παρέμεινε στην ηγεσία έως το 1993 και αποτελεί έως σήμερα έναν από τους μακροβιότερους προέδρους του κόμματος.
Hγετική φυσιογνωμία του Κέντρου
Ο Μητσοτάκης ήταν μια αναπάντεχη περίπτωση για την προεδρία της Ν.Δ. Ενας από τους ικανότερους πολιτικούς της μεταπολεμικής εποχής, είχε πάντως έως αργά ταυτιστεί με τις πολιτικές του Κέντρου παρά της νέας, μεταπαπαγικής ή καραμανλικής Κεντροδεξιάς. Βασικός εκφραστής της βενιζελικής παράδοσης (οι δύο οικογένειες ήταν στενά συγγενικές και ο ίδιος ήταν ανιψιός του Ελευθερίου Βενιζέλου), ο Μητσοτάκης πολέμησε κατά την ιταλογερμανική εισβολή, ενώ διακρίθηκε στην κρητική Αντίσταση κατά των Γερμανών από τις τάξεις της Εθνικής Οργάνωσης Κρήτης, όταν διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο και στην αποφυγή του εμφυλίου πολέμου στη Μεγαλόνησο.
Κατόπιν, εξελέγη στη Βουλή το 1946 και ανέλαβε υπουργικά καθήκοντα το 1951-52. Ωστόσο, κατά την πολύ δύσκολη για το Κέντρο δεκαετία του 1950 δεν μπόρεσε να αναδειχθεί: τα νεότερα στελέχη της παράταξης παραμερίζονταν ενώπιον της «επετηρίδας» των παλαιών, δηλαδή του Γεωργίου Παπανδρέου και του Σοφοκλή Βενιζέλου, που ήταν και έντονα ανταγωνιστικοί μεταξύ τους. Αυτό επέτεινε το πολιτικό πρόβλημα της παράταξης, που δυσκολευόταν να ανταγωνιστεί την ορμητική ΕΡΕ του Καραμανλή.
Μετά τον «ανένδοτο αγώνα» στον οποίο πρωταγωνίστησε, κατά τα χρόνια της κεντρώας διακυβέρνησης μετά το 1963, ο Μητσοτάκης αναδείχθηκε ως πιθανός διάδοχος του Γ. Παπανδρέου και ενεπλάκη σε μια σοβαρή εσωκομματική διαμάχη με τον γιο του πρωθυπουργού, τον Ανδρέα Παπανδρέου. Ωστόσο, ο ανταγωνισμός τους δεν αφορούσε μόνον τη διεκδίκηση αξιωμάτων. Μεταξύ τους υπήρχε μια εξαιρετικά σοβαρή, στρατηγικού χαρακτήρα, διαφωνία.
Ο Μητσοτάκης, περισσότερο προσανατολισμένος στην κλασική φιλελεύθερη ατζέντα και σε μια συνετή οικονομική πολιτική, θεωρούσε ότι δεν έπρεπε να διακυβευθούν οι πυλώνες της δημοσιονομικής σταθερότητας με την άμετρη επέκταση των δημοσίων δαπανών. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, αντίθετα, τασσόταν υπέρ της δημοσιονομικής επέκτασης με το επιχείρημα ότι αυτή θα διευκόλυνε και την ανοδική πορεία της οικονομίας. Η έκβαση της διαμάχης τους, στη δεκαετία του 1960, ήταν μια πολύ πολύπλοκη υπόθεση. Στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής επικράτησε ο Μητσοτάκης, ο οποίος μάλιστα ως υπουργός Συντονισμού της κυβέρνησης των «αποστατών» αντιμετώπισε με τόλμη και αποτελεσματικότητα την οικονομική κρίση του Δεκεμβρίου 1965.
Στο πολιτικό επίπεδο, όμως, επικράτησε κατά κράτος ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος εδραιώθηκε ως ηγέτης μιας νέας Κεντροαριστεράς, σε μια εποχή που οι «αποστάτες» έχαναν τα ερείσματά τους στον χώρο του Κέντρου. Ενδοπαραταξιακά και πολιτικά επικράτησε ο Ανδρέας, αν και δεν μπόρεσε να εφαρμόσει την οικονομική πολιτική που προτιμούσε έως τη δεκαετία του 1980.
Κορυφαία υπουργεία σε κυβερνήσεις Ν.Δ.
Τα επόμενα χρόνια αποτέλεσαν για τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη μια πορεία στην έρημο. Εντονα αντίπαλος της χούντας, από την οποία στοχοποιήθηκε, αυτοεξόριστος στο εξωτερικό, προέβαλε πρώτος το ενδεχόμενο μιας «λύσης Καραμανλή» για την επίλυση του αδιεξόδου. Ωστόσο, δεν κλήθηκε από τον Καραμανλή να αναλάβει πολιτικούς ρόλους στο νέο κόμμα της Ν.Δ. το 1974. Επανεξελέγη στη Βουλή μόλις το 1977 και εισήλθε στην κυβέρνηση της Ν.Δ. ως υπουργός Συντονισμού το 1978, κατά τη διάρκεια μιας ακόμη κεντρώας διεύρυνσης. Η περίπτωση του 1978 δεν ήταν ούτε μοναδική ούτε ασυνήθιστη: η μεταπολεμική Δεξιά έκανε παρόμοιες διευρύνσεις προς το Κέντρο διαρκώς, το 1946, το 1951-52 (Παπάγος), το 1956 (Καραμανλής), το 1974 και το 1978. Θα ακολουθούσαν και άλλες.
Ως κορυφαίος πολιτικός στις τάξεις της Ν.Δ. και ως επιφανής υποστηρικτής της δυτικής ταυτότητας της χώρας, ο Μητσοτάκης ξεχώρισε και ως υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης Ράλλη, όταν, το 1980, επέτυχε την επανένταξη της χώρας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Κατά την περίοδο της μεγάλης ενδοκομματικής σύγκρουσης μεταξύ των υποστηρικτών του Ράλλη και του Αβέρωφ, κράτησε ένα σχετικά χαμηλό προφίλ. Κατά την ηγεσία Αβέρωφ, πάντως, αναδείχθηκε στη θέση του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου του κόμματος, μαζί με τον Κωστή Στεφανόπουλο. Οι δύο τους, συχνά το 1982-84, χαρακτηρίζονταν από τον Τύπο «δελφίνοι», δηλαδή πιθανοί διάδοχοι του Αβέρωφ.
Η εικόνα του «αντι-Ανδρέα»
Υπήρχαν και άλλα δεδομένα που λειτουργούσαν υπέρ του Μητσοτάκη στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Διεθνώς, είχε πλέον λήξει η εποχή του μεγάλου παρεμβατικού κράτους στη δυτική διακυβέρνηση, μεθοδολογία την οποία είχε πρωτίστως ακολουθήσει το επιτελείο του Καραμανλή από τη δεκαετία του 1950. Αντίθετα, με τον πρόεδρο Ρόναλντ Ρέιγκαν στις ΗΠΑ, τη Μάργκαρετ Θάτσερ στη Βρετανία, τον Χέλμουτ Κολ στη Γερμανία, ανέρχονταν πλέον νέες μεθοδολογίες διακυβέρνησης –που έχουν λανθασμένα οριστεί ως «νεοφιλελευθερισμός»– οι οποίες έδιναν την έμφασή τους στην απορρύθμιση, στη μείωση του δημόσιου τομέα και σε μια περισσότερο κλασική φιλελεύθερη πολιτική. Η Ν.Δ. είχε ήδη, από το 1981, υπό τους Ράλλη και Αβέρωφ, ξεκινήσει μια προσπάθεια προσαρμογής στις νέες δυτικές ατζέντες, στις οποίες ήταν πάντοτε εγγύτερα ο Μητσοτάκης.
Στις κάλπες που στήθηκαν στην κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος την 1η Σεπτεμβρίου 1984 επικράτησε με 70 ψήφους έναντι 41 του Κωστή Στεφανόπουλου.
Από την άλλη πλευρά, ο Μητσοτάκης είχε και ένα άλλο «πλεονέκτημα»: την παλαιά αντιπαλότητά του με τον Ανδρέα Παπανδρέου, του οποίου η ορμητική και συχνά επιθετική άνοδος τρομοκρατούσε τον αστικό κόσμο, που πλέον συσπειρωνόταν στη Ν.Δ. Μετά τη συντριπτική ήττα του 1981, η εικόνα ενός «αντι-Ανδρέα» γινόταν ελκυστική για μεγάλο μέρος του νεοδημοκρατικού κοινού. Η αίσθηση αυτή αδικούσε τον Μητσοτάκη –ο οποίος διακρινόταν για μια πολύ συστηματική στάση έναντι της πολιτικής και για τη μεγάλη του εμπειρία– αλλά δεν έπαιζε μικρό ρόλο, στο πλαίσιο της δεκαετίας του 1980, για να ενισχύσει το πολιτικό του διάβημα.
Η εκλογική μάχη για την προεδρία
Μετά την παραίτηση του Αβέρωφ στα τέλη Αυγούστου 1984, οι δύο υποψήφιοι για την ηγεσία ήταν οι δύο «φυσικοί» διάδοχοί του, Μητσοτάκης και Στεφανόπουλος. Είναι αξιοσημείωτο ότι, για να θέσει υποψηφιότητα, ο πρώτος συνάντησε τον Καραμανλή και ζήτησε τη συναίνεσή του για να το κάνει. Την 1η Σεπτεμβρίου, επικράτησε ο Μητσοτάκης με 70 ψήφους των μελών της κοινοβουλευτικής ομάδας έναντι 41 του Στεφανόπουλου. Είναι σαφές ότι την υποψηφιότητα Μητσοτάκη υποστήριξε ο Αβέρωφ, ο οποίος μάλιστα τον στήριξε και κατά τη διάσπαση της Ν.Δ. το επόμενο έτος.
Είναι επίσης ενδιαφέρον ότι ο Πέτρος Μολυβιάτης, σε σημείωμά του που δημοσιεύθηκε στον 12ο τόμο του «Αρχείου Καραμανλή», θεώρησε ότι οι υποστηρικτές του Αβέρωφ ψήφισαν τον Μητσοτάκη λόγω πίκρας έναντι του Καραμανλή από την εκλογή ηγεσίας το 1980. Ο ίδιος ο Μητσοτάκης αργότερα, μιλώντας στον Αλέξη Παπαχελά, διατύπωσε την άποψη ότι είχε εκλεγεί ενάντια στις διαθέσεις του Καραμανλή.
Πάντως, θα ήταν λάθος εάν εξαντληθεί ο αναλυτής μόνον σε αυτό το επίπεδο των προσωπικών αντιπαραθέσεων. Υπήρχε και μια ευρύτερη σύγκλιση μεταξύ Μητσοτάκη και Αβέρωφ, οι οποίοι προέρχονταν από τον κεντρώο χώρο: είχαν κοινές καταγωγές και ιδεολογικές προδιαθέσεις. Παρά τις τότε διαδεδομένες αντιλήψεις, ο Αβέρωφ στήριξε τον Μητσοτάκη επειδή ακριβώς ο Αβέρωφ δεν ήταν «δεξιός».
Πολιτική ένταση και νέα προτάγματα
Η εκλογή Μητσοτάκη προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Κεντροαριστεράς και του Ανδρέα Παπανδρέου προσωπικά. Ο πρωθυπουργός τον αποκάλεσε «εφιάλτη», κάνοντας αναφορά στην «αποστασία» του 1965, ενώ η εφημερίδα «Το Βήμα», «βρυκόλακα». Αντίστοιχα εχθρική προς τον Μητσοτάκη ήταν η στάση του ευρύτερου χώρου του ΠΑΣΟΚ. Ολα τούτα προκαλούσαν τεράστια ένταση σε ένα ήδη πολύ πολωμένο πολιτικό σκηνικό.
Σε μια έμμεση αλλά αποτελεσματική αντίδραση, ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, Καραμανλής, μερίμνησε ώστε οι δύο άνδρες να ανταλλάξουν δημόσια χειραψία ενώπιόν του. Αλλά υπό μία έννοια, η τόσο έντονη αντίδραση του ΠΑΣΟΚ μάλλον ενίσχυσε την εσωκομματική θέση του Μητσοτάκη, καθώς επιβεβαίωσε τον ρόλο του ως μείζονος αντιπάλου του Ανδρέα Παπανδρέου.
Με τη διακήρυξη «Μια νέα πρόταση ελευθερίας», που δόθηκε
στη δημοσιότητα λίγο μετά την εκλογή του, έδωσε
νέα ιδεολογική ορμή στο κόμμα του.
Σε κάθε περίπτωση, ο Μητσοτάκης έδωσε μια νέα ιδεολογική ορμή στο κόμμα του. Λίγο μετά την εκλογή του, τον Φεβρουάριο του 1985, η Ν.Δ. έδωσε στη δημοσιότητα μια νέα διακήρυξη με τίτλο «Μια νέα πρόταση ελευθερίας». Η διακήρυξη δεν αποτελούσε μια ριζική αλλαγή πολιτικής – π.χ. χρησιμοποιούσε και τον παλαιότερο όρο του «ριζοσπαστισμού», αν και έφερνε σε περισσότερο κεντρική θέση τον πιο κλασικό όρο του φιλελευθερισμού. Τόνιζε ότι η ελευθερία αποτελούσε όχι μέσο, αλλά «ύψιστο πολιτικό σκοπό».
Αντιτασσόταν στη «ραγδαία διόγκωση ενός ήδη υπερτροφικού δημόσιου τομέα με χαμηλή παραγωγικότητα» και στον κομματισμό της κυβέρνησης, ενώ προέβαλλε μια σειρά από «φιλελεύθερες λύσεις». Η εποχή της «περιχαράκωσης» της Ν.Δ. τελείωνε, και ξεκινούσε, υπό τον νέο ηγέτη, μια εποχή μεγαλύτερης εξωστρέφειας και έμφασης σε μια ορμητική μεταρρυθμιστική ρητορεία.
*Ο κ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου είναι καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, γενικός γραμματέας του Ιδρύματος της Βουλής για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία.
Content Original Link:
" target="_blank">