Στις κάλπες ξανά οι Πολωνοί: Θα πατήσουν γκάζι ή φρένο;
Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στο κέντρο της Βαρσοβίας την περασμένη Κυριακή, σε αντίπαλες συγκεντρώσεις υπέρ των δύο υποψηφίων στον σημερινό δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών στην Πολωνία. Ο φιλοευρωπαίος δήμαρχος Βαρσοβίας, Ραφάου Τσασκόφσκι, που υποστηρίζεται από την κεντρώα κυβέρνηση του πρωθυπουργού Ντόναλντ Τουσκ, ηγήθηκε μιας «Μεγάλης Πορείας Πατριωτών» προς την Πλατεία Συντάγματος.
Η «Πορεία για την Πολωνία» του εθνικιστή ιστορικού Κάρολ Ναβρότσκι κατέληξε στην Πλατεία του Κάστρου, στην Παλαιά Πόλη της Βαρσοβίας. Οι σημερινές κάλπες θα κρίνουν όχι μόνο ποιος θα είναι ο επόμενος πρόεδρος της Πολωνίας αλλά και το αν θα ολοκληρωθεί η δημοκρατική μεταρρύθμιση που ξεκίνησε πριν από ενάμιση χρόνο.
Στον πρώτο γύρο των εκλογών στις 18 Μαΐου επικράτησε ο κεντρώος, φιλοευρωπαίος Τσασκόφσκι με 31,4%. Ο αντίπαλός του, υποψήφιος με το συντηρητικό λαϊκιστικό κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη (PiS), το οποίο κυβερνούσε την Πολωνία από το 2015 έως το 2023, ακολούθησε με 29,5%. Oσον αφορά τον δεύτερο γύρο, οι δημοσκοπήσεις δεν έχουν αναδείξει σαφή πρωτοπόρο. Λαμβάνοντας υπόψη τη μικρή διαφορά του πρώτου γύρου, δεν μπορούν να εξαχθούν σαφή συμπεράσματα. Οι περισσότερες δημοσκοπήσεις δίνουν τους δύο υποψηφίους ισόπαλους με 46,3%, ενώ μερικές βλέπουν προβάδισμα Τσασκόφσκι, με τα ποσοστά του όμως να έχουν μειωθεί.
«Οι θεωρίες είναι πολλές αναφορικά με το γιατί η υποστήριξη προς τον Τσασκόφσκι έχει μειωθεί. Σίγουρα ευθύνεται το χάος του προεδρικού ντιμπέιτ και η αποτυχία του να επικρατήσει. Στο μεταξύ ο Ναβρότσκι, από εκεί που θεωρούνταν ένας «σκοτεινός» υποψήφιος, κατάφερε να προωθήσει τον εαυτό του ως ένας πιο οικείος αλλά και σκληρός πολιτικός που φαίνεται ότι θα μπορούσε να γίνει ένας αποφασιστικός ηγέτης» εξηγεί στο «Βήμα» η Aννα Γκζιμάλα-Μπούσε, καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Στάνφορντ στις ΗΠΑ.
Ωστόσο, και ο Ναβρότσκι είχε τις κακές του στιγμές στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, αφού πρόσφατα δέχθηκε πυρά για τη φερόμενη εμπλοκή του σε μια σειρά οικονομικών σκανδάλων – αν και ο ίδιος και το κόμμα του απέρριψαν τις κατηγορίες.
Ο παράγοντας Τραμπ
Καθοριστικό παράγοντα μπορεί να αποτελέσει η σχέση του με τον αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, του οποίου είναι ένθερμος υποστηρικτής. Στις αρχές Μαΐου ο Ναβρότσκι είχε μια μικρή συνάντηση με τον Τραμπ στις ΗΠΑ, η οποία δίχασε την Πολωνία. Επαινέθηκε από ορισμένους δημοσιογράφους, που τη χαρακτήρισαν «ικανή να αλλάξει τα εκλογικά γεγονότα», ενώ άλλοι την κατήγγειλαν ως επιδεικτική και επιφανειακή. Επιπλέον, την περασμένη εβδομάδα η υπουργός Εσωτερικής Ασφάλειας των ΗΠΑ Κρίστι Νόεμ δήλωσε πως «ο Κάρολ (σ.σ.: Ναβρότσκι) πρέπει να είναι ο επόμενος πρόεδρος της Πολωνίας».
Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι μόνο το 31% των Πολωνών έχουν θετική εικόνα για τον Τραμπ (από 80% πριν από δύο χρόνια) και ο πρωθυπουργός Τουσκ έχει κατά καιρούς επικρίνει τον αμερικανό πρόεδρο για τη «φιλορωσική στάση του» και το «αντιουκρανικό του αίσθημα». Ωστόσο, ο γαλλικός «Monde», φέρνοντας και το πρόσφατο παράδειγμα των ρουμανικών εκλογών, επισημαίνει ότι «οι εθνικιστές στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη συχνά συνεχίζουν να θαυμάζουν τον Τραμπ», πιστεύοντας ότι η πολιτική ευθυγράμμιση με τις πεποιθήσεις του θα μπορούσε να είναι αρκετή για να διασφαλίσει την προστασία υπό τη στρατιωτική ομπρέλα των ΗΠΑ.
Ο ρόλος του προέδρου στην Πολωνία δεν είναι τόσο καθοριστικός όσο του πρωθυπουργού – ήταν αρχικά πολύ πιο ισχυρός στη νέα πολωνική δημοκρατία μετά την πτώση του κομμουνισμού στη χώρα το 1989, αλλά μετά την ταραχώδη προεδρία του Λεχ Βαλέσα την περίοδο 1990-1995 το νέο Σύνταγμα του 1997 έχει περιορίσει τις προεδρικές εξουσίες. Αυτό μεταξύ άλλων σημαίνει πως δεδομένης της γενικότερης συναίνεσης στην Πολωνία σχετικά με την ανάγκη ενίσχυσης της Ουκρανίας στον πόλεμο της Ρωσίας, και του περιορισμένου ρόλου που διαδραματίζει ο πρόεδρος στην εκπροσώπηση της χώρας στην ΕΕ, οι εκλογές είναι απίθανο να αλλάξουν την εξωτερική πολιτική ή τον εξωστρεφή προσανατολισμό της Πολωνίας.
Ωστόσο, η κυρία Γκζιμάλα-Μπούσε μάς εξηγεί πως παρ’ όλα αυτά το διακύβευμα σε αυτές τις εκλογές είναι μεγάλο για τη χώρα και έτσι εξηγείται και η μεγάλη κινητοποίηση του κόσμου στους δρόμους. Πιο συγκεκριμένα, ο πρόεδρος μπορεί να ασκήσει βέτο σε νομοθεσία που ψηφίζεται από το κοινοβούλιο, ενώ μπορεί επίσης να παραπέμψει νομοσχέδια στο Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο μπορεί να καθυστερήσει την κοινοβουλευτική ψηφοφορία. Ο νυν πρόεδρος, Αντρέι Ντούντα (υποστηριζόμενος από το PiS), έχει αξιοποιήσει στο έπακρο αυτές τις περιορισμένες εξουσίες, ασκώντας βέτο σε μεγάλο μέρος της νομοθετικής ατζέντας του πρωθυπουργού Τουσκ και στις μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούσαν στην ανατροπή των αμφιλεγόμενων πολιτικών του πρώην συνασπισμού υπό το PiS, συμπεριλαμβανομένων κρίσιμων νομοσχεδίων για την αποκατάσταση της ανεξαρτησίας της δικαστικής εξουσίας. Εχει ασκήσει βέτο σε προτάσεις όπως η κίνηση της νέας κυβέρνησης να κλείσει τον δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα (ο οποίος λειτουργούσε ως φερέφωνο του PiS) και σε ένα νομοσχέδιο που επιτρέπει την πρόσβαση χωρίς ιατρική συνταγή στο χάπι της επόμενης ημέρας.
Ως αποτέλεσμα, το PiS μπορεί να εμποδίσει τις προσπάθειες του κυβερνητικού συνασπισμού να ανοικοδομήσει ένα κράτος δικαίου και να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις που θα έφερναν την Πολωνία σε ακόμα μεγαλύτερη ευθυγράμμιση με τις πολιτικές της ΕΕ. Ετσι, μεγάλο μέρος της ζημιάς που είχε προκαλέσει στην πολωνική δημοκρατία η οκταετία που κυβερνούσε το PiS δεν έχει ακόμη διορθωθεί, παρόλο που όταν ο συνασπισμός του Τουσκ κέρδισε τον Γιάροσλαβ Κατσίνσκι του PiS τον Οκτώβριο του 2023, οι ελπίδες για μια γρήγορη δημοκρατική ανάκαμψη ήταν πολλές.
Αν μη τι άλλο λοιπόν, μια ενδεχόμενη νίκη του εκλεκτού του πρωθυπουργού Τουσκ, Τσασκόφσκι, στις σημερινές εκλογές θα έδινε σημαντική ώθηση στην κυβέρνησή του και θα του παρείχε τη δυνατότητα να υλοποιήσει επιτέλους το πρόγραμμά του, αφού ο πρώην πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου βρίσκεται σε διαμάχη με τον νυν πρόεδρο της Πολωνίας Ντούντα, από τότε που ανέλαβε την εξουσία πριν από ενάμιση χρόνο. Από την άλλη, μια νίκη του Ναβρότσκι πιθανότατα θα επεξέτεινε το πολιτικό αδιέξοδο στη χώρα της Κεντρικής Ευρώπης των 38 εκατομμυρίων κατοίκων.
Content Original Link:
" target="_blank">