Η θεωρία και η μπίζνα του «ενισχυμένου ανθρώπου»
Βρισκόμαστε στο κατάμεστο κλειστό γυμναστήριο άρσης βαρών μιας μεγάλης αμερικανικής πόλης. Ο τελικός στην κατηγορία βαρέων βαρών για τους αθλητές που φέρουν το χρωμόσωμα ΧΥ είναι σε εξέλιξη. Ο κόσμος κρέμεται, στην κυριολεξία, από τις κερκίδες του σταδίου, που απλώνονται αμφιθεατρικά γύρω από την κεντρική αγωνιστική σκηνή. Παραμένει ωστόσο απόλυτα σιωπηλός, αντιλαμβανόμενος την κρισιμότητα της στιγμής.
Ένας αθλητής, εμφανώς πάνω από 50 ετών, προχωρά αποφασιστικά και στέκεται μπροστά από την μπάρα. Παίρνει μια βαθιά ανάσα, σκύβει και με μια απροσδόκητη αυτοπεποίθηση στο βλέμμα του, επιχειρεί την τελευταία προσπάθεια που του έχει απομείνει. Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, το εκστασιασμένο πλήθος φωνάζει ρυθμικά και συνεχόμενα το όνομά του. Το απλησίαστο παγκόσμιο ρεκόρ των 225 κιλών στο αρασέ, που κρατούσε ο γεωργιανός θρύλος Λάσα Ταλαζάντζε από το 2018, μόλις έχει σπάσει.
Οι «εμπνευστές»
Το σενάριο θα μπορούσε κάλλιστα να θυμίζει κάποια φουτουριστική χολιγουντιανή ταινία επιστημονικής φαντασίας, όπου στο μακρινό μέλλον και με τη βοήθεια της ραγδαίας επιστημονικής προόδου, ο άνθρωπος έχει καταφέρει να υπερνικήσει ορισμένα από τα φυσικά του όρια, με πρώτο εκείνο της γήρανσης. Κι όμως, πρόκειται στην πραγματικότητα για το φιλόδοξο, πλην όμως αμφιλεγόμενο, όνειρο του Άαρον ντε Σόουζα, εμπνευστή των αποκαλούμενων «ενισχυμένων αγώνων», οι οποίοι αναμένεται να κάνουν πρεμιέρα τον Μάιο του 2026 στο Λας Βέγκας.
Πρόκειται για μια αθλητική διοργάνωση ευθέως ανταγωνιστική προς τους Ολυμπιακούς Αγώνες, καθώς η αποκαλούμενη «ενισχυτική της απόδοσης αγωγή» – η χρήση δηλαδή αναβολικών και ντοπαρίσματος – όχι απλώς επιτρέπεται, αλλά αποτελεί την πεμπτουσία του όλου εγχειρήματος. Και τούτο, παρά τις επίμονες και σφοδρές προειδοποιήσεις εθνικών και διεθνών αρμόδιων οργανισμών και αρχών, για τους κινδύνους που αυτό εγκυμονεί για την υγεία των αθλητών.
Ο Ντε Σόουζα εμπνεύστηκε την ιδέα πριν από περίπου δύο δεκαετίες, όταν διάβασε μια εργασία του καθηγητή Βιοηθικής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Τζούλιαν Σαβουλέσκου. Ο τελευταίος υποστήριζε ανοιχτά τη διοργάνωση ενός είδους «ενισχυμένων Ολυμπιακών Αγώνων», όπου η χρήση αναβολικών θα επιτρεπόταν, με αυστηρή όμως επιστημονική παρακολούθηση. Εξηγώντας το σκεπτικό του σε συνέντευξή του στο γερμανικό περιοδικό «Spiegel», ανέφερε χαρακτηριστικά: «Το πεδίο μου είναι η πρακτική ηθική. Με ενδιαφέρει το ρεαλιστικό. Είναι απολύτως θεμιτό να απαιτούμε αγώνες χωρίς ντόπινγκ, αλλά δεν είναι ρεαλιστικό. Οπότε, θα πρέπει να επιδιώξουμε τη δεύτερη καλύτερη επιλογή, που είναι μια ανοιχτή αγορά ντόπινγκ», στην οποία τα πάντα «θα λαμβάνουν χώρα υπό εποπτεία των επιστημόνων και θα επιτρέπεται μόνο η χρήση ασφαλών ουσιών».
Στον αντίποδα του Σαβουλέσκου, ωστόσο, το επιχείρημα του Ντε Σόουζα υπέρ της «ανθρώπινης ενίσχυσης» δεν είναι τόσο πρακτικό όσο φιλοσοφικό. Περιβάλλεται ιδεολογικά από έναν επιστημονικό οπτιμισμό της βελτιστοποίησης της ανθρώπινης διάνοιας και φυσιολογίας με τη χρήση όλων των διαθέσιμων τεχνολογικών μέσων – αυτό που στην τρέχουσα ιδιόλεκτο των μυημένων ονομάζεται διανθρωπισμός (transhumanism) – με στόχο τη δημιουργία μιας μετα-ανθρώπινης κατάστασης (post-human condition), στην οποία το άτομο θα έχει απαλλαγεί από τα βάρη του χρόνου, της γήρανσης, των ασθενειών και, γιατί όχι, του θανάτου. Εάν, δε, προσθέσει κανείς στα παραπάνω και μια γερή δόση βιολογικού νεο-εξελικτισμού, που εμφανίζει την παραπάνω δυνατότητα ως μια υποχρέωση που φέρει η ανθρωπότητα προς τον εαυτό της, αντιλαμβάνεται πιο εύκολα το νόημα μιας φράσης που συχνά επαναλαμβάνει ο Ντε Σόουζα: «Δεν έχουμε απλώς το δικαίωμα, αλλά και το καθήκον να ενισχύσουμε τον άνθρωπο».
Παρότι δεν το γνώριζε τότε, το 2009 επρόκειτο να αποτελέσει μια χρονιά-ορόσημο για την επαγγελματική πορεία του Ντε Σόουζα. Φοιτητής ακόμη στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, μόλις 24 χρονών, συνάντησε σε μια αίθουσα τον ανερχόμενο τότε τεχνο-επιχειρηματία, νυν δισεκατομμυριούχο και προνομιακό συνομιλητή του προέδρου Τραμπ, Πίτερ Τίελ. Ο τελευταίος βρισκόταν στο πανεπιστήμιο για μια ομιλία, έχοντας μόλις πουλήσει την PayPal, την οποία είχε ιδρύσει μερικά χρόνια νωρίτερα. Με την αλαζονεία της νιότης και την αστείρευτη ανάγκη του εντυπωσιασμού, ο Ντε Σόουζα τον ρώτησε ορθά-κοφτά ποιο ήταν το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετώπιζε και πώς θα μπορούσε να τον βοηθήσει. Η κίνηση αυτή θα άλλαζε τη ζωή του.
Εκείνη την εποχή ο Τίελ ήθελε απεγνωσμένα να ασκήσει αγωγή εναντίον της σκανδαλοθηρικής ιστοσελίδας Gawker, για ένα δημοσίευμα που τον παρουσίαζε ως γκέι. Δεν επιθυμούσε όμως ο ίδιος να προσελκύσει δημοσιότητα. Η ιδέα που αντιπρότεινε ο Ντε Σόουζα ήταν απλή: «Ας χρηματοδοτήσουμε τον δικαστικό αγώνα κάποιου άλλου εναντίον του ιστοτόπου». Όπερ και εγένετο. Ο Τίελ του έδωσε 19 εκατ. δολάρια, τα οποία διοχετεύθηκαν στη διαμάχη του επαγγελματία παλαιστή Χαλκ Χόγκαν εναντίον της Gawker για μια παρανόμως δημοσιευθείσα «ακατάλληλη ταινία» με πρωταγωνιστή τον ίδιο. Ο Χόγκαν κέρδισε και ο ιστότοπος αναγκάστηκε να κηρύξει πτώχευση. Μερικά χρόνια αργότερα, όταν ο Ντε Σόουζα πρότεινε την ιδέα των «ενισχυμένων αγώνων» στον Τίελ, ο τελευταίος την αγκάλιασε με θέρμη και χρήματα. Είναι άλλωστε γνωστή η εμμονή του με το ζήτημα της αναστροφής της γήρανσης, έχοντας επενδύσει τεράστια ποσά σε startups που δραστηριοποιούνται στον συγκεκριμένο τομέα.
Εκτός από τον Τίελ, στο εγχείρημα έχουν επενδύσει και άλλοι φιλοτραμπικοί τεχνο-οπτιμιστές, όπως ο επενδυτής κρυπτονομισμάτων Μπαλάτζι Σρινεβάσαν, ο οπαδός του biohacking και των ψυχεδελικών, επίσης δισεκατομμυριούχος, Κρίστιαν Ανγκερμάγερ, αλλά και ο Ντόναλντ Τραμπ τζούνιορ, ο οποίος μάλιστα βρίσκει αρκετά κοινά στοιχεία ανάμεσα στο εγχείρημα και το κίνημα MAGA: «Όλο αυτό έχει να κάνει με την αριστεία, την καινοτομία και την αμερικανική κυριαρχία στην παγκόσμια σκηνή – με τα ίδια ακριβώς πράγματα που έχει να κάνει και το κίνημα MAGA». Πράγματι, «οι οπαδοί των ενισχυμένων αγώνων» φαίνεται να δανείζονται κάτι από τη ρητορική τού «Πρώτα η Αμερική». Κυρίως τη σφοδρή επίθεση απέναντι στους «απαρχαιωμένους και υποκριτικούς θεσμούς», αυτή τη φορά εκείνους των Ολυμπιακών Αγώνων.
Το οικονομικό δέλεαρ
«Ο στόχος μας δεν είναι να σπάσουμε ένα παγκόσμιο ρεκόρ. Είναι να σπάσουμε όλα τα παγκόσμια ρεκόρ» δηλώνει κατά καιρούς ο Ντε Σόουζα. Πίσω όμως από τις βαρύγδουπες διακηρύξεις για το μέλλον του αθλητισμού και τον μετα-άνθρωπο, αυτό που πραγματικά διακυβεύεται είναι πάρα πολλά χρήματα. Σύμφωνα με τις περισσότερες εκτιμήσεις, η αγορά της «ανθρώπινης ενίσχυσης» θα αγγίζει σε μερικά χρόνια το ένα τρισεκατομμύριο δολάρια. Οι υπολογισμοί αυτοί κάθε άλλο παρά παράλογοι είναι, εάν αναλογιστεί κανείς ότι ήδη τα έσοδα από τα συμβατικά συμπληρώματα διατροφής ανέρχονται σε δισεκατομμύρια. Όπως αναφέρει πολύ γλαφυρά και κάπως προκλητικά η γερμανική «Die Zeit», η «μπίζνα της δημιουργίας υπερ-ανθρώπων» αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη ανακάλυψη της εποχής μας μετά την τεχνητή νοημοσύνη.
Από την αρχαία τραγωδία μέχρι τον Φράνκεσταϊν της Μαίρη Σέλεϊ και το «Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι» του Όσκαρ Ουάιλντ, η τέχνη συνέλαβε με ακριβέστερο τρόπο από ό,τι η επιστήμη, τη φρούδα επιθυμία του ανθρώπου να υπερβεί τα φυσικά του όρια, στο όνομα της ελευθερίας.
Σχολιάζοντας την ιδέα του διανθρωπισμού, ο βρετανός φιλόσοφος Σάιμον Κρίτσλεϊ κάνει πάντως μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση: «Θα ήθελα να αντιστρέψω λίγο τα πράγματα και να υποστηρίξω ότι πρέπει να αμφισβητήσουμε την ιδέα της μακροζωίας. Ο υλικός όρος δυνατότητας για να είναι κανείς άνθρωπος είναι το σώμα. Το σώμα φθίνει και πεθαίνει, υποχωρεί και αλλάζει, και αυτό είναι μια συνεχής υπενθύμιση του ποιοι είμαστε. Για εμένα, το να είσαι ελεύθερος σημαίνει να αποδέχεσαι τα όρια του σώματός σου, να αποδέχεσαι τον εαυτό σου ως ένα υλικό και θνητό ον. Και αυτό σημαίνει να αποδέχεσαι ότι η ζωή είναι σύντομη. Να αγκαλιάζεις, να καταφάσκεις και να απολαμβάνεις τη ζωή στη συντομία της».
Content Original Link:
" target="_blank">