Η γερμανική οικονομία στην «φάκα» των δασμών Τραμπ - Έρχονται... αναταράξεις
Πρώτα πήραν την απόφαση να καταργήσουν το φρένο χρέους για τον επανεξοπλισμό της χώρας και τις υποδομές. Μετά, αποφάσισαν να αποδεχθούν το 5% για το ΝΑΤΟ. Έπειτα, εξυπηρέτησαν τους ψηφοφόρους τους με φοροαπαλλαγές και αυξήσεις συντάξεων και τώρα η κυβέρνηση συνασπισμού του Φρίντριχ Μερτς στη Γερμανία βρίσκεται στη δυσχερή θέση να ανακοινώσει ότι μέχρι το 2029 θα πρέπει να καλύψει μια «τρύπα» 172 δισεκατομμυρίων ευρώ στον προϋπολογισμό της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης.
Με δεδομένο ότι η κυβέρνηση συνασπισμού έχει δεσμευτεί με συμφωνία να μην αυξήσει τη φορολογία, αυτό σημαίνει, κατά πάσα πιθανότητα, ότι η τρύπα αυτή θα καλυφθεί από… περικοπές και μεταρρυθμίσεις του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας.
Όπως ανέφερε ο υπουργός Οικονομικών, ο Σοσιαλδημοκράτης Λαρς Κλίνγκμπεϊλ, «μόνο ο προϋπολογισμός του 2027 θα πρέπει να καλύψει ένα έλλειμμα 30 δισ. ευρώ, που είναι μία από τις μεγαλύτερες εγχώριες προκλήσεις που πρέπει να ξεπεράσουμε τους επόμενους 12 μήνες».
Η αναφορά του υπουργού σε εγχώριες προκλήσεις δεν είναι τυχαία. Στη γερμανική πολιτική ζωή και τον δημόσιο διάλογο, οι πιέσεις στην οικονομία και την ανάπτυξη, που προέρχονται «απέξω», έχουν αρχίσει να καταλαμβάνουν όλο και μεγαλύτερο χώρο, ιδιαίτερα μετά και από την συμφωνία ΕΕ – ΗΠΑ για τους δασμούς, τις επενδύσεις και την ενέργεια.
Τα γυρίζει τώρα ο Μέρτς για τη συμφωνία με τις ΗΠΑ
Όσο περνούν οι μέρες από το βιαστικό και εκβιασμένο «ναι» της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στις προτάσεις του Ντόναλντ Τραμπ και τη συμφωνία για 15% δασμούς στα ευρωπαϊκά προϊόντα, αγορά επιπλέον ενεργειακών προϊόντων ύψους 750 δισ. δολαρίων και για πρόσθετες επενδύσεις 600 δισ. δολαρίων από την Ευρώπη στις ΗΠΑ, τόσο πιο πολύ βαρύ γίνεται το κλίμα στο Βερολίνο.
Αυτό αντανακλάται και στις τοποθετήσεις των πολιτικών της χώρας, αρχής γενομένης από τον ίδιο τον Μερτς. Ο καγκελάριος στην αρχή, μετά τη συμφωνία, είχε δηλώσει: «Με τη συμφωνία αυτή, καταφέραμε να αποτρέψουμε έναν εμπορικό πόλεμο, που θα είχε σοβαρές επιπτώσεις στην εξαγωγική οικονομία της Γερμανίας». Την επόμενη μέρα όμως υποστήριξε ότι έχει επιφυλάξεις και πως «οι συμφωνηθέντες δασμοί αποτελούν σημαντικό επιπλέον βάρος για τη γερμανική οικονομία».
«Αντί για μακροπρόθεσμη σταθερότητα, η συμφωνία δημιουργεί αβεβαιότητα»
Τη συμφωνία και τον αντίκτυπο που θα έχει αυτή στη γερμανική κοινωνία επέκριναν πολιτικοί από όλο το πολιτικό φάσμα. Επί παραδείγματι, η Σάντρα Ντέτσερ των Πρασίνων υποστήριξε πως «λόγω της πίεσης από τον γερμανό καγκελάριο, η ΕΕ είπε ”ναι” σε μια συμφωνία που εγκαταλείπει τις θεμελιώδεις αρχές του βασισμένου σε κανόνες παγκόσμιου εμπορίου. Αντί για μακροπρόθεσμη σταθερότητα, η συμφωνία δημιουργεί αβεβαιότητα».
Ο πρωθυπουργός της Βαυαρίας, Μάρκους Ζέντερ (CSU), υποστήριξε επίσης ότι «η συμφωνία για τους δασμούς απέτρεψε τα χειρότερα, όμως η κατάσταση τώρα είναι πιο δύσκολη από ότι ήταν πριν, ειδικά για την αυτοκινητοβιομηχανία. Για αυτό, πρέπει να είναι σαφές: Δεν πρέπει να επιβληθούν πρόσθετοι φόροι στην Ευρώπη, όπως σχεδιάζει επί του παρόντος η ΕΕ».
Ο κλυδωνιζόμενος βασικός πυλώνας της αυτοκινητοβιομηχανίας
Η αναφορά από τον Ζέντερ στην αυτοκινητοβιομηχανία, προφανώς και δεν είναι τυχαία, αφού ο συγκεκριμένος κλάδος υπήρξε για χρόνια ο βασικός πυλώνας του γερμανικού μοντέλου ανάπτυξης. Το μοντέλο ανάπτυξης όμως, με το δημοσιονομικό κενό, τις περικοπές προ των πυλών και την πίεση από τη συμφωνία με τις ΗΠΑ, που αναμένεται να φέρει αύξηση του πληθωρισμού και να πλήξει την κερδοφορία των επιχειρήσεων, είναι συνολικά στα όρια της κατάρρευσης.
Ήδη, το τελευταίο διάστημα, πολύ πριν από τους δασμούς Τραμπ, η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία είχε αρχίσει να παίρνει «την κάτω βόλτα», τόσο εξαιτίας της πολιτικής και των επιχειρήσεων των ΗΠΑ (βλέπε Tesla), όσο κυρίως εξαιτίας του ανταγωνισμού από την Κίνα και τα κινεζικά αυτοκίνητα.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία που δημοσιεύθηκαν χθες, η γερμανική οικονομία συρρικνώθηκε κατά 0,1% την άνοιξη του 2025, καθώς οι εταιρείες προσαρμόστηκαν στις επιπτώσεις του πρώτου κύματος των δασμών Τραμπ. Τώρα, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών (IfW), η συμφωνία ΕΕ – ΗΠΑ θα κοστίσει στη γερμανική οικονομία περίπου 6,5 δισεκατομμύρια ευρώ σε όρους ΑΕΠ, μόνο κατά το πρώτο έτος εφαρμογής της.
Οι «τρύπες» σε Mercedes-Benz, Porsche και Volkswagen
Επίσης χθες, διάφορες αυτοκινητοβιομηχανίες δημοσίευσαν το κόστος που υπολογίζουν ότι θα έχουν οι δασμοί του Τραμπ σε αυτές. Η Mercedes-Benz ανέφερε ότι οι δασμοί θα της κοστίσουν 362 εκατομμύρια ευρώ, ενώ η επίσης γερμανική Porsche εκτιμά ότι το κόστος θα ανέλθει σε 400 εκατομμύρια ευρώ. Νωρίτερα, η Volkswagen είχε αναφέρει ότι ήδη οι δασμοί Τραμπ της κόστισαν περίπου 1,3 δισεκατομμύρια ευρώ.
Σε αυτό το πλαίσιο, δεν είναι λίγοι εκείνοι που εκτιμούν ότι δεν είναι απίθανο, μέσα στο επόμενο διάστημα, η γερμανική πολιτική ζωή να επιστρέψει στην αβεβαιότητα που ουσιαστικά κυριαρχεί στην χώρα από την εποχή Μέρκελ κι έπειτα. Η κυβέρνηση συνασπισμού του Φρίντριχ Μερτς έχει μια πλειοψηφία 13 εδρών στην Μπούντεσταγκ, που ξαφνικά μοιάζει σχετικά μικρή.
Content Original Link:
" target="_blank">