Πώς ο Άιρτον Σένα και η McLaren άλλαξαν και οι δύο με τη μυθική συνεργασία τους
Μπορεί να ειπωθεί για τον Τζίμι Κλαρκ με τη Lotus, για τον Ζιλ Βιλνέβ και τον Μίκαελ Σουμάχερ με τη Ferrari, για τον Λιούις Χάμιλτον με τη Mercedes -και, γιατί όχι, και για τον Μαξ Φερστάπεν με τη Red Bull- ότι ένας από τους θρυλικότερους οδηγούς της Ιστορίας της Formula 1 έχει αφήσει ένα απαράμιλλο, σχεδόν μαγικό, στίγμα με μία και μόνο μεγάλη ομάδα.
Ο Άιρτον Σένα πέτυχε πολλά και πολύ σπουδαία πριν από τη McLaren, με κυριότερα την αδιανόητή του εμφάνιση με την Toleman στο βροχερό Μονακό το 1984 και την πρώτη του νίκη στη F1 στο πλημμυρισμένο Εστορίλ το 1985 με τη Lotus. Όμως, ο σπουδαιότερος και μεγαλύτερος πάπυρος του αγωνιστικού μύθου του γράφτηκε στο μεγάλο βιβλίο μίας και μόνο ομάδας: της McLaren.
Παρόλα αυτά, η σχέση του με την ομάδα του Ουόκινγκ ξεκίνησε με τον πιο ασυνήθιστο τρόπο: με μια απόρριψη. Καθώς ο Άιρτον αγωνιζόταν στο Βρετανικό Πρωτάθλημα Formula 3 το 1983 ο τότε διοικητής της McLaren, Ρον Ντένις, του είχε προτείνει να χρηματοδοτήσει τη συμμετοχή του.
Ο Ντένις είχε εντυπωσιαστεί και με την απόδοση του νεαρού τότε Παουλίστα στη F3, όσο και με τις δοκιμές του με το μονοθέσιο F1 της McLaren. Και του έκανε μια προσφορά που οι περισσότεροι ανερχόμενοι οδηγοί θα δέχονταν χωρίς δεύτερη σκέψη (όπως ο Λιούις Χάμιλτον ευχαρίστως τη δέχθηκε, δύο δεκαετίες αργότερα).

Όμως ο Βραζιλιάνος είχε ήδη κυριαρχήσει στις μικρότερες κατηγορίες Formula Ford 1600 και 2000 και ήθελε να έχει τον πλήρη έλεγχο της καριέρας του. Δεν του έλειπε καθόλου η αυτοπεποίθηση για κάτι τέτοιο. Αφού απέρριψε τη στήριξη τόσο της McLaren όσο και της Williams, ο Σένα έκανε το τολμηρό βήμα να επιλέξει τη μεσαίας δυναμικότητας ομάδα της Toleman (μετέπειτα Benetton).
Με τη μαγική του εμφάνιση στο βροχερό Μονακό το 1984, όπου με τη μη ανταγωνιστική Toleman όδευε να κερδίσει τον «πολύ» Αλέν Προστ με την ανίκητη McLaren πριν ο αγωνοδίκης Τζάκι Ιξ διακόψει τον αγώνα, ο Άιρτον θα έκανε απόλυτα σαφές ότι οι ικανότητές του ήταν πολύ ανώτερες από όσο άξιζε η Toleman.
“Η πρώτη μου ομάδα ήταν του Έμερσον Φιτιπάλντι το 1981, και εκεί γνώρισα τον Άιρτον”, εξηγεί ο Γκάρι Γουίλερ, που έμελλε να είναι μεταξύ των κορυφαίων μηχανικών του Σένα σε όλη την εξαετία του Παουλίστα στη McLaren.
“Ο οδηγός μας ήταν ο Βραζιλιάνος Τσίκο Σέρα και ο Άιρτον είχε μόλις έρθει στην Αγγλία. Ο Σέρα τον έφερνε στο συνεργείο, τον γνωρίσαμε πολύ καλά, πριν καν τον γνωρίσει ο κόσμος.
Η ομάδα του Φιτιπάλντι έκλεισε στο τέλος της χρονιάς. Άκουσα ότι η McLaren έψαχνε μηχανικό για το εφεδρικό μονοθέσιο και τελικά έγινα εγώ εκείνος. Αυτό ήταν το 1984, εγώ ήμουν στη McLaren και ο Άιρτον στην Toleman. Βλεπόμασταν συχνά στο πάντοκ”, προσθέτει ο Γουίλερ.

Και συνεχίζει: “Κάποτε κάναμε πλάκα και του είπα ‘αφού αλλάζεις συνεχώς ομάδες και σε θέλουν όλοι, άμα έρθεις ποτέ στη McLaren, φρόντισε να είμαι στο μονοθέσιό σου!’. Το είπε ότι θα προσπαθήσει, γελάσαμε και το ξεχάσαμε.
Το 1988 ήρθε στη McLaren για να δει τις εγκαταστάσεις πριν υπογράψει. Την επόμενη μέρα, ο διευθυντής της ομάδας, Ντέιβ Ράιαν, ήρθε σε μένα καθώς δούλευα στο μονοθέσιο και μου είπε ‘Γκάρι, τι σε κάνει τόσο ξεχωριστό;’.
Δεν καταλάβαινα τι εννοούσε. Μου εξήγησε πως ‘ο Άιρτον ήταν εδώ χθες. Πριν υπογράψει, είπε ‘θέλω ο Γκάρι να δουλεύει στο μονοθέσιό μου’. Ο Ρον και ο Ντέιβ κοίταξαν ο ένας τον άλλον και του είπαν ότι αυτοί αποφασίζουν ποιος δουλεύει στα μονοθέσια. Αλλά να που τελικά ήμουν εγώ ο νο2 μηχανικός του”.

Ο Σένα είχε επιλέξει τη Lotus για το 1985-’87, και -μετά από ορισμένες περιστασιακές νίκες (από δύο σε κάθε σεζόν) με την ομάδα του εμβληματικού Πίτερ Βαρ- το 1988 ήταν στο απόγειό του. Και ξεκίνησε η εμβληματική του συνεργασία με τη McLaren, η προσπάθεια του Παουλίστα -με τρομερή αποφασιστικότητα- να γίνει ο μεγαλύτερος στην ιστορία του σπορ.
Η λογική του Σένα -όπως συνήθως- ήταν αψεγάδιαστη: ο Προστ και η McLaren ήταν οι κορυφαίοι, οπότε αν τους κέρδιζε στο ίδιο περιβάλλον, η απάντηση για το ποιος ήταν ο καλύτερος θα ήταν αυτονόητη.
Η μονομαχία του με τον Προστ καθήλωσε τον κόσμο, όχι μόνο για τη δράση εντός και εκτός πίστας, αλλά και για την αντίθεση στις προσωπικότητές τους. Ήταν αναπόφευκτο ότι οι πορείες τους όδευαν στη σύγκρουση, διαμορφώνοντας ίσως τη σφοδρότερη αντιπαλότητα στην ιστορία της F1.

Ο Προστ, πιο έμπειρος εκείνη την περίοδο, καταλάβαινε ότι δεν χρειαζόταν να είναι ο ταχύτερος σε κάθε γύρο, σε κάθε περίοδο, ή σε κάθε αγώνα. Ο Σένα, ακόμη κι αν το κατανοούσε, δεν ζούσε έτσι. Αν ήταν στο μονοθέσιο, ήταν για να είναι ο ταχύτερος, να φτάσει στα άκρα των δυνατοτήτων. Δεν οδηγούσε έτσι γιατί έπρεπε, αλλά γιατί το ήθελε – και γι’ αυτό τον λάτρευαν οι φίλαθλοι. Αυτή η νοοτροπία του δεν άλλαξε ποτέ.
Μπορούσες να νιώσεις το πάθος να ξεχειλίζει μέσα από το κράνος του. Ήταν βαθιά ανθρώπινος – όλα προέρχονταν από την καρδιά του. Και η McLaren, παρά το συντηρητισμό του Ρον Ντένις, δεν θέλησε -ή δεν μπόρεσε- να ελέγξει τον άκρατο συναισθηματισμό του.
“Τα πηγαίναμε εξαιρετικά με τον Άιρτον – όλοι μας”, συνεχίζει ο Γουίλερ. “Είχε τους ίδιους μηχανικούς και στα έξι χρόνια του: όλα τα πρωταθλήματα, οι νίκες, οι πολ ποζίσιονς. Εγώ πάντα τον έδενα στο μονοθέσιο.
Ήμουν τυχερός που τον γνώρισα, πολύ τυχερός που δούλεψα στο μονοθέσιό του. Εκτιμούσα κάθε στιγμή. Ήταν απόλυτα αφοσιωμένος οδηγός, κι εμείς αφοσιωμένοι σ’ εκείνον.
Υπήρχε κάτι πνευματικό σ’ εκείνον. Ήμασταν μαζί του όλο το διάστημα που βρισκόταν στη McLaren, και δεν υπήρχε κάτι που δεν θα κάναμε γι’ αυτόν. Ήξερες ότι ό,τι κι αν έκανες, άξιζε. Ήταν φυσικός ηγέτης. Ένας εξαιρετικός άνθρωπος.
Ήταν ανταγωνιστικός μέχρι εκεί που δεν πάει, αλλά μετά το δεύτερο πρωτάθλημα μαλάκωσε. Όταν ήρθε ο Γκέρχαρντ Μπέργκερ στην ομάδα, χαλάρωσε περισσότερο. Ο Γκέρχαρντ του έδειξε πως δεν είναι όλα αγώνας – μπορείς και να απολαύσεις τη ζωή. Έκαναν πολλές φάρσες! Τα πήγαιναν υπέροχα, υπήρχε ωραία ατμόσφαιρα”, προσθέτει ο Βρετανός μηχανικός.

Αν ο Άιρτον δεν είχε βρει μπροστά του τον Προστ με ίδιο μονοθέσιο, ίσως να μην είχε φτάσει στα ύψη που έφτασε. Κι αν δεν είχε δίπλα του τον Μπέργκερ στα τελευταία του χρόνια στη McLaren, ίσως να είχε “καεί”. Ο Ντένις λέει ότι πριν από τον Μπέργκερ ήταν αδύνατον να κάνεις πλάκα με τον Σένα: “Ο Γκέρχαρντ μάς έδωσε το τέλειο όπλο για να διαχειριστούμε τον Άιρτον: το χιούμορ”.
Την ίδια στιγμή, το πάθος, η προσωπικότητα και η πειθαρχία του Σένα εντός και εκτός πίστας, επηρέασαν καθοριστικά μια McLaren που ήδη μετρούσε πέντε Παγκόσμια Πρωταθλήματα πριν την άφιξή του το 1988.
“Μου άρεσαν οι αρχές του”, συμπληρώνει ο Ρον Ντένις. “Μου έδειξε τι ήταν διατεθειμένος να κάνει για να πετύχει τους στόχους του και με έκανε καλύτερο. Ήταν προς όφελός μου”.

Όμως δεν ήταν μόνο οι επιτυχίες του που η McLaren εκτιμούσε. Όπως και με τον ιδρυτή Μπρους ΜακΛάρεν, τα μέλη της ομάδας θα τον ακολουθούσαν στα τυφλά, επειδή ήξεραν ότι έδινε τα πάντα.
Όταν ο Team Manager Τζο Ραμίρεζ τον παρακάλεσε με δάκρυα να κερδίσει τον τελευταίο του αγώνα στην Αυστραλία το 1993, ο Σένα το έκανε, βάζοντας τη McLaren μπροστά από τη Ferrari σε συνολικές νίκες. Οι σχεδιαστές Στιβ Νίκολς και Νιλ Όουτλι εξακολουθούν να θεωρούν ότι στις μέρες με τον Σένα έμαθαν τι θα πει να δίνεις το 100%. Εκείνος τούς το ενέπνευσε όπως κανείς άλλος.
“Μέχρι σήμερα, δεν έχω γνωρίσει κανέναν που να μπορεί να πάρει ένα μονοθέσιο και να το οδηγήσει τόσο άμεσα, τόσο γρήγορα”, συμπληρώνει ο Γουίλερ. “Ήταν απόλυτα φυσικό για τον Άιρτον. Ποτέ δεν έχω ξαναδεί κάποιον να στρίβει με το τιμόνι σε full lock και να αλλάζει ταχύτητα με το λάθος χέρι εν μέσω στροφής! Όταν είδα τα πλάνα, κανείς δεν το πίστευε.
Υπήρξαν πολλές έντονες στιγμές. Το Ντόνινγκτον το 1993. Ή όταν τον έδεσα για τελευταία φορά στο μονοθέσιο της McLaren, στην Αυστραλία το 1993. Βγήκε και κέρδισε – δεν θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερο τέλος. Ήταν πολύ συγκινητικό. Θυμάμαι ότι μετά τον αγώνα έπαιζε συναυλία η Τίνα Τέρνερ και του τραγούδησε το ‘Simply the Best’. Ήταν, απλά, ο καλύτερος.
Το 1993 στο Μονακό με την MP4/8 είχε την ευκαιρία να ξεπεράσει το ρεκόρ του Γκρέιαμ Χιλ. Εκείνο το πρωί τον πλησίασε η Μπέτι Χιλ, σύζυγος του Γκρέιαμ. Κοίταξε το μονοθέσιο, μου ύψωσε τον αντίχειρα και είπε ‘καλή τύχη!’. Και φυσικά, ο Άιρτον κέρδισε και έκανε το 6/6 στο Πριγκιπάτο.
Θυμάμαι και το 1990, μετά το GP Ιαπωνίας, ετοιμάζαμε το μονοθέσιο για την Αυστραλία. Ήταν σούρουπο, τα media είχαν φύγει, κι ο Άιρτον μπήκε στο γκαράζ να δει τη ζημιά στο μονοθέσιο. Τον ρωτήσαμε ‘είσαι ικανοποιημένος με τον τρόπο που πήρες το πρωτάθλημα;’. Και απάντησε πως ‘περίμενα έναν ολόκληρο χρόνο γι’ αυτό'”.

Οι τεχνικές αναλύσεις του Άιρτον, όπως ανέφερε η McLaren, κρατούσαν με τις ώρες – καθώς εξέταζε και το παραμικρό ενδεχόμενο να πάει ταχύτερα. Η ομάδα δεν αμφέβαλε ποτέ ότι μπορούσε να το κάνει.
Οι μηχανικοί του δεν δίσταζαν να σηκωθούν τα μεσάνυχτα αν πίστευε ότι μια αλλαγή στον κινητήρα ή στη σχέση μετάδοσης μπορούσε να του δώσει ακόμη και ένα τέταρτο του δευτερολέπτου.
Μέσα από την ένταση και την αφοσίωσή του, έκανε κάθε μέλος της ομάδας να θέλει να δώσει τον καλύτερό του εαυτό. Κι αυτό έχει περάσει σε επόμενες γενιές μηχανικών: πολλοί που μπήκαν στη McLaren αργότερα το έκαναν γιατί εκείνος τούς ενέπνευσε – όπως είχε εμπνεύσει τον Γουίλερ.

Στο τέλος του 1993, μετά από εκείνη τη νίκη στην Αυστραλία, ο Άιρτον θα έφευγε για να διεκδικήσει νέες ημέρες δόξας, με τη νέα κυρίαρχο της F1, Williams. Τίποτα καλό δεν ήρθε στο ξεκίνημα της συνεργασίας αυτής, και η κατάληξη ήταν σύντομη και τραγική. Κανείς δεν θέλει να θυμάται με τον Άιρτον με τη μπλε φόρμα, αλλά με την κόκκινη.
“Μας λείπει ακόμα. Δεν περνάει εβδομάδα χωρίς να τον αναφέρουμε ή να τον σκεφτούμε”, συνεχίζει ο Γουίλερ. Η τελευταία συνομιλία που είχε με τον μέγα tricampeao ήταν στον αγώνα της Άιντα, στην Ιαπωνία, το 1994.
“Γύριζα στα πιτς μετά από τις δοκιμές και τον πέτυχα. Μιλούσαμε, μου είπε πως το μονοθέσιό σου δεν πάει πολύ καλά, ε;’. Του απάντησα ‘όχι, αλλά πάει καλύτερα από το δικό σου!’. Μου είπε πόσο πάλευε να το οδηγήσει. Του είπα ‘αν υπάρχει κάποιος που μπορεί να το δαμάσει, είσαι εσύ’. Γελάσαμε και αυτό ήταν. Η τελευταία μας κουβέντα”.
Content Original Link:
" target="_blank">