Η Ευρώπη ψάχνει νέα λιμάνια
«Η Δύση όπως την γνωρίζαμε δεν υπάρχει πια», παραδέχθηκε η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν εν μέσω των διαρκώς επιδεινούμενων σχέσεων της Ευρωπαϊκής Ενωσης με τις ΗΠΑ του Ντόναλντ Τραμπ, που αναγκάζει την Ευρώπη να στραφεί αλλού ώστε να εξασφαλίσει άλλους συμμάχους και εταίρους.
Από την ώρα που ξεκίνησε ο Τραμπ την κατά μέτωπον επίθεση σε όλο τον κόσμο μέσω του «πολέμου» των δασμών, τα τηλέφωνα στον 13ο όροφο του Μπερλεμόντ έπιασαν «φωτιά», με την πρόεδρο της Κομισιόν να έχει διαρκείς επαφές με αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων χωρών εκτός του «μπλοκ», όπως ο Καναδάς, η Νορβηγία, το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά και η Νέα Ζηλανδία, η Σιγκαπούρη και εσχάτως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Πριν από δέκα ημέρες, μάλιστα, η Φον ντερ Λάιεν συνομίλησε τηλεφωνικά και με τον Κινέζο πρωθυπουργό Λι Τσιάνγκ, σηματοδοτώντας ενδεχομένως μια στροφή στην έως τώρα εξαιρετικά επιφυλακτική σχέση της Κομισιόν με την Κίνα, που καθοριζόταν από το δόγμα της απομείωσης κινδύνων (de-risking) αλλά όχι αποσύνδεσης (de-coupling).
«Σήμερα τα δίκτυα φιλίας μας εκτείνονται σε όλο τον κόσμο, όπως μπορείτε να δείτε γύρω από το ζήτημα των δασμών», επισήμανε η πρόεδρος της Κομισιόν σε εφ’ όλης της ύλης συνέντευξή της στη γερμανική Zeit, την Τρίτη.
Με τη βαθιά πεποίθηση ότι «η Ευρώπη είναι γνωστή για την προβλεψιμότητά της και την αξιοπιστία της», στο «στρατηγείο» της Φον ντερ Λάιεν χαράσσονται εδώ και καιρό σχέδια «διαφοροποίησης» (diversification) από τις ΗΠΑ και ανάπτυξης εμπορικών και εταιρικών σχέσεων της Ε.Ε. με τρίτες χώρες. Ευρωπαίοι αξιωματούχοι ωστόσο σημειώνουν ότι η επιδίωξη αυτή δεν είναι κάτι καινούργιο, καθώς «ήδη διαθέτουμε το μεγαλύτερο και ταχύτερα αναπτυσσόμενο δίκτυο εμπορικών σχέσεων στον κόσμο» και εξηγούν ότι «76 χώρες έχουν ήδη καλυφθεί με μια εμπορική σχέση με την Ε.Ε.
Οι ΗΠΑ αντίστοιχα έχουν μόνο 20». «Επομένως, εάν κάποιος γνωρίζει το πώς να κάνει συμφωνίες και μάλιστα καλές συμφωνίες, είμαστε εμείς», τονίζουν με νόημα.
Τις τελευταίες ημέρες μετά την κήρυξη 90ήμερης «εκεχειρίας» από τις ΗΠΑ στον «πόλεμο» των δασμών, οι Ευρωπαίοι πήραν βαθιά ανάσα, γρήγορα όμως συνειδητοποίησαν ότι δεν θα αποφευχθεί εύκολα μια παγκόσμια ύφεση –καθώς είναι σε εξέλιξη η σύγκρουση Ουάσιγκτον – Πεκίνου– αλλά και ότι η αβεβαιότητα θα παραμείνει καθ’ όλη τη διάρκεια της προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ.
Μικρή άλλωστε πρόοδος σημειώθηκε στις πρώτες διαπραγματεύσεις του επιτρόπου Εμπορίου Μάρος Σέφκοβιτς με τον Αμερικανό ομόλογό του Χάουαρντ Λούτνικ, την περασμένη Δευτέρα, μετά την προσωρινή «παύση» των λεγόμενων «ανταποδοτικών δασμών».
Η γενναιόδωρη προσφορά εκ μέρους της Ε.Ε. «μηδενικών δασμών» στις εισαγωγές αμερικανικών βιομηχανικών προϊόντων και αυτοκινήτων παραμένει έως σήμερα αναπάντητη από την Ουάσιγκτον. Ακόμα όμως και στην ευκταία περίπτωση επιτυχούς κατάληξης των διαπραγματεύσεων με τις ΗΠΑ αναλυτές εκτιμούν ότι η Ευρώπη πρέπει αποφασιστικά να επεκτείνει τις εμπορικές σχέσεις της με τρίτες χώρες και να ολοκληρώσει άμεσα τις εκκρεμείς συμφωνίες, όπως με τις χώρες της Λατινικής Αμερικής (Μercosur).
«Για την Ευρώπη είναι ιδιαίτερα κρίσιμο να εξασφαλίσει πρόσβαση σε νέες αγορές, ακόμα και στην περίπτωση επιτυχών διαπραγματεύσεων με τις ΗΠΑ. Η αλήθεια είναι ότι η αμερικανική αγορά θα γίνει ακόμα πιο πολύπλοκη για τους Ευρωπαίους παίκτες. Επομένως, η εξασφάλιση εναλλακτικών και πολλαπλών επιλογών θα διευκολύνει το ευρωπαϊκό εμπόριο στη διάρκεια της προεδρίας Τραμπ», τονίζει στην «Κ» ο Αλμπέρτο Ρίτζι, από τη δεξαμενή σκέψης ECFR (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων).
Το εμπορικό δίκτυο της Ε.Ε. «Ηδη διαθέτουμε το μεγαλύτερο και ταχύτερα αναπτυσσόμενο δίκτυο εμπορικών σχέσεων στον κόσμο», λένε Ευρωπαίοι αξιωματούχοι και εξηγούν πως «76 χώρες έχουν ήδη καλυφθεί με μια εμπορική σχέση με την Ε.Ε. Οι ΗΠΑ αντίστοιχα έχουν μόνο 20».
Ζήτημα εμπιστοσύνης
Στην Κομισιόν δηλώνουν έτοιμοι να διαπραγματευτούν με νέους «παίκτες» και θέτουν «προτεραιότητα στις εταιρικές σχέσεις, προτεραιότητα σε εταίρους που μπορούμε να εμπιστευτούμε και να συνεργαστούμε». «Και οι προσπάθειές μας συνεχίζονται», αναφέρουν αρμόδιοι αξιωματούχοι, «χτίζουμε πάνω σε ό,τι έχουμε ήδη πετύχει με το Μεξικό, τις Μercosur, την Ελβετία, δουλεύουμε μαζί με τη Μαλαισία, την Ινδία, την Ινδονησία και άλλες χώρες, του Κόλπου, αλλά και της Νοτιοανατολικής Ασίας». Το εκτελεστικό όργανο της Ε.Ε. –καθ’ ύλην αρμόδιο για την άσκηση εμπορικής πολιτικής εκ μέρους του «μπλοκ»– έχει μάλιστα θέσει ως προθεσμία τον Δεκέμβριο για την ολοκλήρωση συμφωνίας με την Ινδία, ενώ την περασμένη εβδομάδα ανακοίνωσε την έναρξη συνομιλιών με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Το πρόβλημα ωστόσο είναι ότι η Ε.Ε. δεν έχει σχεδιαστεί να κινείται ταχύτατα, πολλώ δε μάλλον για την εμπορική της πολιτική. Για παράδειγμα, η συμφωνία με τα έξι κράτη της Νότιας Αμερικής του Mercosur, που ανακοινώθηκε τον περασμένο Δεκέμβριο, χρειάστηκε πάνω από μία δεκαετία διαβουλεύσεων, ενώ η διαδικασία επικύρωσής της, κυρίως εξαιτίας της Γαλλίας –λόγω αντιδράσεων των αγροτών– δεν έχει ακόμα ξεκινήσει.
Για τον Αλμπέρτο Ρίτζι τα νέα δεδομένα με τις ΗΠΑ ίσως επιταχύνουν τις εξελίξεις γύρω από την επικύρωση της συμφωνίας. Αλλωστε, «οι δυσκολίες επιτάχυνσης των διαπραγματεύσεων ή της επικύρωσης μιας συμφωνίας με τρίτες χώρες οφείλονται κυρίως σε εσωτερικά πολιτικά ζητήματα των κρατών-μελών, καθώς διάφορες κυβερνήσεις δεν θέλουν να δυσαρεστήσουν συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες και σχεδόν ποτέ δεν προκύπτουν από αντιρρήσεις για συγκεκριμένα σημεία μιας συμφωνίας. Αυτό συνέβη και για τη συμφωνία με τις Mercosur, που σίγουρα είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό πιο ευνοϊκή για την Ε.Ε., παρά για τις χώρες της Λατινικής Αμερικής», αναφέρει.
Και για τον Ιγνάθιο Γκαρθία Μπερθέρο από το Ινστιτούτο Bruegel, η διαδικασία επικύρωσης της εν λόγω συμφωνίας είναι κρίσιμη γιατί «αφορά την αξιοπιστία της ίδιας της Ε.Ε.». Ο ίδιος προκρίνει τη δημιουργία «συμμαχίας» με χώρες και μέλη της Συνολικής και Προοδευτικής Συμφωνίας για τη Διασυνοριακή Εταιρική Σχέση στην Περιοχή του Ειρηνικού (CPTPP) και επέκτασής της με χώρες του Παγκόσμιου Νότου (Global South). Η επαφή με την Κίνα, λέει ο Μπερθέρο, είναι απαραίτητη, αλλά η Ε.Ε. θα πρέπει να αποφύγει εξαρτήσεις από μία και μόνο χώρα, ιδιαίτερα σε τομείς όπως οι κρίσιμες πρώτες ύλες, που μπορούν να προσφέρουν χώρες όπως η Ινδονησία, οι Φιλιππίνες και η Μαλαισία.
Από την άλλη πλευρά και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα προσφέρουν αρκετά πλεονεκτήματα. «Δεν μιλάμε μόνο για το προφανές, την ενέργεια, αλλά και για μια ανεπτυγμένη βιομηχανικά χώρα –ιδιαίτερα στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας– που προσφέρει γεωοικονομικά και γεωπολιτικά πλεονεκτήματα λόγω της γεωγραφικής της θέσης», ισχυρίζεται ο Αλμπέρτο Ρίτζι.

Τα εμπορικά ανοίγματα γεννούν ταυτόχρονα γεωπολιτικά «ρίσκα» και διλήμματα για την Ε.Ε.; Ο Ιγνάθιο Γκαρθία Μπερθέρο βλέπει μόνο «γεωπολιτικές ευκαιρίες», που δεν αφορούν αποκλειστικά το εμπόριο, αλλά και την ισχυροποίηση της θέσης της Ε.Ε. στον κόσμο. Και ο Αλμπέρτο Ρίτζι συμφωνεί εν μέρει με αυτή τη διαπίστωση, καθώς θεωρεί ότι «οι συμφωνίες δεν αφορούν μόνο το εμπόριο, αλλά και την πολιτική οικονομία των χωρών». Ωστόσο φέρνει το παράδειγμα της Ινδίας, μιας κατ’ εκείνον δύσκολης περίπτωσης, λόγω της πολυπλοκότητας της οικονομίας της. «Θα πρέπει να προσεχθούν οι υποχωρήσεις που θα κάνει η Ε.Ε για να εξασφαλίσει μια συμφωνία με την Ινδία», επισημαίνει, καθώς ήδη ζητάει εξαιρέσεις από τη λεγόμενη «εισφορά συνόρων άνθρακα» (carbon border levy) του «μπλοκ», αφού διαφορετικά θα ζημιωθεί η βιομηχανία της.
Η πλειοψηφία, άλλωστε, των εν δυνάμει νέων εμπορικών εταίρων δεν είναι ευθυγραμμισμένη με κανόνες, ρυθμίσεις αλλά και βασικές αρχές της Ε.Ε. «Αυτή είναι πάντα μια ανησυχία που απασχολεί τα κράτη-μέλη», παραδέχεται Ευρωπαίος διπλωμάτης από χώρα που είναι καθαρά εξαγωγική δύναμη. «Αλλά εάν ψάχνεις με ποιους ευθυγραμμίζεσαι 100% δεν μπορείς ποτέ να κάνεις εμπόριο. Είναι θέμα ρεαλισμού και τακτικής», προσθέτει.
Ο ίδιος «ρεαλισμός» έχει καθοδηγήσει έως τώρα την πολιτική της Ε.Ε. έναντι της Κίνας, του δεύτερου μεγαλύτερου εμπορικού ανταγωνιστή της, μετά τις ΗΠΑ. «Τα προβλήματα με την Κίνα δεν θα εξαφανιστούν εν μια νυκτί, ούτε λόγω της τρέχουσας κατάστασης με τις ΗΠΑ», τονίζει Ευρωπαίος διπλωμάτης. Τόσο για το ευνοϊκό καθεστώς επιχορηγήσεων του Πεκίνου υπέρ των κινεζικών προϊόντων και κυρίως των αυτοκινήτων, όσο και για τη δυσχερή μεταχείριση των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, που δραστηριοποιούνται στην Κίνα και τα ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ομως, είναι αναγκαία η εμπλοκή με το Πεκίνο κυρίως υπό τον φόβο αθρόας εισαγωγής κινεζικών προϊόντων στην ευρωπαϊκή αγορά, επισήμανε στην «Κ». Και αυτό γιατί «η Ευρώπη μπορεί να είναι αντιμέτωπη με τιμωρητικό ανταποδοτικό δασμό ύψους 20%, η Κίνα όμως στοχοποιείται πλέον από τον Τραμπ με αντίστοιχο ύψους 145%, που ενδεχομένως την οδηγήσει να ανακατευθύνει μαζικά τις χαμηλού κόστους εξαγωγές στην Ευρώπη».
Ελεγχος στις εισαγωγές
Γι’ αυτό άλλωστε η πρόεδρος της Κομισιόν συμφώνησε με τον Κινέζο πρωθυπουργό στη δημιουργία «μηχανισμού για την παρακολούθηση πιθανής εκτροπής του εμπορίου», υπενθυμίζουν Ευρωπαίοι αξιωματούχοι. Και η ίδια στη συνέντευξή της στην Zeit ανέφερε ότι παραμένει σε «αυξημένη επαγρύπνηση», για να διασφαλίσει ότι δεν θα υλοποιηθεί η αθρόα εισαγωγή κινεζικών προϊόντων στην ευρωπαϊκή αγορά. Ερωτηθείσα εάν η Ευρώπη πρέπει να «εμπιστεύεται τους Κινέζους», η Φον ντερ Λάιεν μάλλον επιβεβαίωσε εκείνους που θεωρούν ότι επιδιώκει ήδη νέα προσέγγιση με το Πεκίνο, καθώς απέφυγε τον όρο «απομείωσης του κινδύνου» (de-risking), προτιμώντας εκείνον της «συναλλακτικής» εξωτερικής πολιτικής, που μπορεί να οδηγήσει σε «εποικοδομητική» προσέγγιση με χώρες που δεν συμμερίζονται τις θεμελιώδεις αξίες του «μπλοκ», όπως η Κίνα.
Content Original Link:
" target="_blank">