Οι «ξένες» εκλογές που έχασε ο Τραμπ
«Η Αμερική θέλει τη γη μας, τους πόρους μας, το νερό μας, τη χώρα μας», είπε ο Μαρκ Κάρνεϊστην επινίκιο ομιλία του την περασμένη Δευτέρα, αφού επιβεβαιώθηκε ότι θα είναι ο νέος εκλεγμένος πρωθυπουργός του Καναδά. «Δεν πρόκειται για κενές απειλές», προειδοποίησε ο νηφάλιος πρώην κεντρικός τραπεζίτης. «Ο πρόεδρος Τραμπ προσπαθεί να μας διαλύσει ώστε να γίνουμε κτήμα της Αμερικής. Αυτό δεν θα συμβεί ποτέ».
Οταν στις 6 Ιανουαρίου ο Τζάστιν Τριντό ανακοίνωσε την παραίτησή του από την πρωθυπουργία, το προβάδισμα των Συντηρητικών στις δημοσκοπήσεις έφτανε στις 22 μονάδες. Σε λιγότερο από δύο μήνες, υπό την ηγεσία του Κάρνεϊ, που δεν είχε εκλεγεί ποτέ στο παρελθόν σε πολιτικό αξίωμα, οι Φιλελεύθεροι πέτυχαν μια πρωτοφανή ανατροπή – και κέρδισαν μια τέταρτη συνεχόμενη θητεία.
Ο ρόλος του Ντόναλντ Τραμπ σε αυτήν την εξέλιξη είναι δύσκολο να υπερτιμηθεί. Ο Αμερικανός πρόεδρος κατάφερε το ακατόρθωτο: να κάνει τους Καναδούς να εξοργιστούν με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Δεν ήταν μόνο ο εμπορικός πόλεμος που εξαπέλυσε χωρίς λόγο και αιτία (οι εμπορικές σχέσεις των δύο χωρών διέπονταν από τη συμφωνία USMCA, την τροποποίηση της NAFTA που ο ίδιος διαπραγματεύθηκε κατά την πρώτη του θητεία).
“]
Δεν ήταν μόνο οι απειλές να καταστρέψει την καναδική οικονομία αν ο προς Βορρά γείτονας δεν συμμορφωνόταν με τις νέες απαιτήσεις της Ουάσιγκτον. Ηταν πάνω απ’ όλα οι επίμονες προτροπές του να αυτοκαταργηθεί ο Καναδάς ως κυρίαρχο κράτος και να απορροφηθεί από τις ΗΠΑ – προτροπές που επανέλαβε και την ημέρα των εκλογών.
Πρωτοφανής ανατροπή
«Τη Δευτέρα στον Καναδά έλαβαν χώρα οι πρώτες διεθνείς εκλογές-δημοψήφισμα εναντίον του προέδρου Τραμπ. Και το αποτέλεσμα ήταν ξεκάθαρο», λέει στην «Κ» η Ματίνα Στεβή-Γκρίντνεφ, επικεφαλής του καναδικού γραφείου των New York Times, μιλώντας για «μία από τις πιο δραματικές πολιτικές ανατροπές των τελευταίων ετών».
«Αυτό που συνέβη στον Καναδά, που δεν φημίζεται για πολιτικά δράματα, ήταν πραγματικά αξιοσημείωτο», συνεχίζει η ανταποκρίτρια των ΝΥΤ. «Τα τελευταία δύο χρόνια και έως τις αρχές του έτους, οι Συντηρητικοί και ο αρχηγός τους, Πιερ Πολιέβρ, είχαν τεράστιο προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις». Οι επιθετικές ενέργειες και δηλώσεις του Τραμπ, εξηγεί, αλλά και το προφίλ του Κάρνεϊ ως κεντρώου τεχνοκράτη, που «είναι ιδιαίτερα χρήσιμο σε μία εποχή βαθιάς ανασφάλειας», ήταν καταλυτικά για τη ραγδαία αλλαγή του κλίματος.
«Οι Συντηρητικοί παρακολούθησαν το προβάδισμά τους να εξανεμίζεται και τελικά ηττήθηκαν. Η ιδεολογική συγγένεια του Πολιέβρ με τον Τραμπ και οι ομοιότητες στο ύφος αποδείχθηκαν τοξικές», καταλήγει η Στεβή-Γκρίντνεφ.
Και στο Μεξικό
O Κάρνεϊ δεν είναι ο μόνος πολιτικός που έχει ωφεληθεί από την αντιπαράθεση με τον Τραμπ. Η Κλαούντια Σέινμπαουμ, πρόεδρος του Μεξικού, χαίρει δημοτικότητας 67% στη χώρα της, σε σημαντικό βαθμό χάρη στο πώς χειρίστηκε την εμπορική αντιπαράθεση με την Ουάσιγκτον στους πρώτους μήνες της νέας αμερικανικής κυβέρνησης.
Στην Αυστραλία, ο κεντροαριστερός Aντονι Αλμπανέζε, που βρισκόταν σε δεινή θέση στις δημοσκοπήσεις προ μόλις δύο μηνών, αναμένεται πλέον να επανεκλεγεί στις εκλογές της Κυριακής έναντι του φιλο-τραμπικού Πίτερ Ντάτον.
Διεθνές δημοψήφισμα – Τη Δευτέρα στον Καναδά έλαβαν χώρα οι πρώτες διεθνείς εκλογές-δημοψήφισμα εναντίον του προέδρου Τραμπ. Και το αποτέλεσμα ήταν ξεκάθαρο. Η ιδεολογική συγγένεια του Πολιέβρ με τον Τραμπ και οι ομοιότητες στο ύφος αποδείχθηκαν τοξικές. Ματίνα Στεβή-Γκρίντνεφ, επικεφαλής του καναδικού γραφείου των New York Times
Eνα κρίσιμο ερώτημα είναι τι σημαίνουν όλα αυτά για την ευρωπαϊκή πολιτική και για τους πολλούς επίδοξους μιμητές του Τραμπ στη Γηραιά Ηπειρο. Γράφοντας στα τέλη Μαρτίου, το Economist σημείωνε ότι η επανεκλογή του είχε αρχικά αναζωογονήσει τους ιδεολογικούς τους συνοδοιπόρους στην Ευρώπη. «Ωστόσο, η ταχύτητα με την οποία ανέτρεψε τις διατλαντικές σχέσεις υπονόμευσε το ΝΑΤΟ και αποστασιοποιήθηκε από την Ουκρανία έχει φέρει σε δύσκολη θέση τους ηγέτες της σκληρής Δεξιάς», παρατηρούσε το βρετανικό περιοδικό.
«Νομίζω ότι υπάρχουν διαφορετικοί βαθμοί και εκδηλώσεις αμηχανίας», σχολιάζει επ’ αυτού στην «Κ» η Νάταλι Τότσι, διευθύντρια του Istituto Affari Internazionali (IAI) στη Ρώμη. «Κάποιοι (Oρμπαν, Σαλβίνι) παραμένουν πολύ εμφατικοί στην υποστήριξή τους, αγνοώντας το γεγονός ότι ο Τραμπ προσπαθεί να “απαυτώσει” (για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο του Αμερικανού προέδρου) την Ευρώπη και ως εκ τούτου τις χώρες τους. Aλλοι (Βάιντελ, Λεπέν, Μελόνι) έχουν μεγαλύτερη επίγνωση της δυσφορίας, οπότε είτε αποφεύγουν να μιλούν για το ζήτημα είτε εκφράζονται διφορούμενα».

Ειδικά για την Τζόρτζια Μελόνι, το ζήτημα των δασμών «τη φέρνει σε εξαιρετικά άβολη θέση», παρατηρεί η Τότσι. Η Ιταλίδα πρωθυπουργός «μπορεί να αποφύγει να μιλήσει για τη Γροιλανδία εντελώς (και το έχει αποφύγει) και μπορεί να μιλήσει πολύ γενικά για την Ουκρανία (υποχωρώντας από τη συμμαχία των προθύμων για να μη δυσαρεστήσει τον Τραμπ). Αλλά δεν μπορεί να μη μιλήσει για τους δασμούς, επειδή η Ιταλία είναι από τις χώρες που πλήττονται περισσότερο και επειδή είναι μια εθνικίστρια ηγέτις, με το εθνικό συμφέρον δήθεν στον πυρήνα των προτεραιοτήτων της».
Η αμηχανία των ακροδεξιών, πάντως, δεν αρκεί για να εκδηλωθεί μια επανάληψη του καναδικού φαινομένου στην Ευρώπη, εξηγεί η διευθύντρια του IAI. «Πρέπει να υπάρξει επίσης μια φιλελεύθερη, κεντροδεξιά ή κεντροαριστερή, αντιπολίτευση, ικανή να εκμεταλλευθεί τη συγκυρία».
Ο παράγων Ουκρανία
Κομβικής σημασίας στο πώς αντιλαμβάνεται η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη τη νέα αμερικανική κυβέρνηση –και τους επίδοξους μιμητές της στην εγχώρια πολιτική– είναι η στάση του Τραμπ απέναντι στη Ρωσία και σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Σύμφωνα με δημοσκόπηση τον περασμένο Φεβρουάριο, η στάση των Ευρωπαίων ακροδεξιών ψηφοφόρων όσον αφορά τη Ρωσία διαφέρει σημαντικά από χώρα σε χώρα.
Το ποσοστό των ψηφοφόρων του Reform UK που βλέπει τη Ρωσία ως εχθρική χώρα φτάνει το 64%· το αντίστοιχο ποσοστό μεταξύ των ψηφοφόρων της Εθνικής Συσπείρωσης της Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία είναι κάτω από 30% (αν και ξεπερνούν το 60% μαζί με όσους χαρακτηρίζουν το καθεστώς Πούτιν «γενικά μη φιλικό»). Οι πιο φιλο-Ρώσοι είναι οι ψηφοφόροι του γερμανικού AfD: μόνο ένας στους πέντε βλέπει τη Μόσχα ως εχθρό, ενώ λιγότεροι από τους μισούς τη θεωρούν εχθρική ή μη φιλική.
Δυσκολία Ευρωπαίων – Είναι πιο δύσκολο να ενωθούν οι Ευρωπαίοι τώρα από ό,τι ήταν κατά τη διάρκεια της πρώτης κυβέρνησης Τραμπ – και λόγω της ανόδου της Aκροδεξιάς στην Ευρώπη, η οποία καθιστά τη συλλογική δράση ακόμη πιο δύσκολη. Χανς Κουντνάνι Επισκέπτης καθηγητής στο LSE
«Τα περισσότερα ακροδεξιά κόμματα έχουν πάρει το μέρος της Ουκρανίας στην τρέχουσα σύγκρουση, αλλά για πολλά από αυτά πρόκειται για μια μάλλον στρατηγική επιλογή», λέει στην «Κ» ο Κας Μούντε, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Τζόρτζια και ειδικός στην ανάλυση του δεξιού λαϊκισμού στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη. «Κατά συνέπεια, δεν βλέπουν τη φιλορωσική θέση του Τραμπ ως προβληματική. Ωστόσο, μπορεί να οδηγήσει σε αντίδραση της κοινής γνώμης, όπως έγινε με το σκάνδαλο Τραμπ – Ζελένσκι στον Λευκό Οίκο, οπότε τα ακροδεξιά κόμματα αναγκάζονται να αποστασιοποιηθούν κάπως από τον Τραμπ».
Ο Χανς Κουντνάνι, πάντως, εταίρος του Ideas Workshop των Open Society Foundations και επισκέπτης καθηγητής στο LSE, δεν είναι αισιόδοξος ότι ο Τραμπ θα ενώσει τους Ευρωπαίους. «Hταν πάντα δύσκολο να ενωθούν οι Ευρωπαίοι εναντίον των ΗΠΑ – η μεταπολεμική ιστορία δείχνει ότι τα διατλαντικά ρήγματα είναι πάντα ενδοευρωπαϊκά ρήγματα (π.χ. πόλεμος στο Ιράκ)», εξηγεί στην «Κ».
«Αλλά νομίζω ότι είναι ακόμη πιο δύσκολο να ενωθούν οι Ευρωπαίοι τώρα από ό,τι ήταν κατά τη διάρκεια της πρώτης κυβέρνησης Τραμπ – εν μέρει λόγω του τρόπου με τον οποίο το Brexit καθιστά δυσκολότερη την επίτευξη “στρατηγικής αυτονομίας” μέσω της Ε.Ε. και εν μέρει λόγω της ανόδου της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη, η οποία καθιστά τη συλλογική δράση ακόμη πιο δύσκολη, αλλά υπονομεύει επίσης ολόκληρη τη λογική της “στρατηγικής αυτονομίας”».
Σύμφωνα με τον Κουντνάνι, το χάσμα δεν είναι μεταξύ των δύο πλευρών του Ατλαντικού αλλά στο εσωτερικό τόσο της Ευρώπης, όσο και των ΗΠΑ. Πράγματι, παραδέχεται, σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες –π.χ. στη Γαλλία– η συμπαράταξη με τον Τραμπ αποτελεί πρόβλημα. Αλλά και όσον αφορά την προσέγγιση με τη Ρωσία, σημειώνει, «δεν είναι σαφές ότι γίνεται αντιληπτή αρνητικά στην Ευρώπη.
Αντίθετα, βλέπω μια επικίνδυνη κατάσταση στην οποία τα κεντρώα κόμματα στην Ευρώπη έχουν σε μεγάλο βαθμό εγκαταλείψει την ιδέα της ειρήνης και την έχουν ιδιοποιηθεί η άκρα Αριστερά και η άκρα Δεξιά. Φαντάζομαι ότι πολλοί Ευρωπαίοι (π.χ. στη Γερμανία) συμμερίζονται την άποψη του Τραμπ ότι αυτός είναι ένας άσκοπος πόλεμος που πρέπει να τερματιστεί το συντομότερο δυνατόν».
Content Original Link:
" target="_blank">