Μήπως προχωράει καλύτερα η επιστήμη όταν οι επιστήμονες συμφωνούν ότι… διαφωνούν;
Η διαμάχη είναι ένας «τρομερός τρόπος προώθησης της επιστήμης», υποστήριζε ο ψυχολόγος και Νομπελίστας Οικονομικών (2002) Ντάνιελ Κάνεμαν το 2022 στον επιστημονικό ιστότοπο Edge. Ο Κάνεμαν συγγραφέας του βιβλίου “Thinking, Fast and Slow” και συν-συγγραφέας του βιβλίου “Noise”, αναφέρθηκε τότε για πρώτη φορά στις συνεργασίες που στηρίζονται στις αντιπαραθέσεις (adversarial collaboration).
Εισάγοντας την αντιμαχόμενη συνεργασία ως «υποκατάστατο της μορφής κριτική-απάντηση-ανταπόκριση με την οποία διεξάγονται σήμερα οι συζητήσεις στις κοινωνικές επιστήμες», ο Κάνεμαν την υποστήριξε ως «μια προσπάθεια ανάπτυξης επιστημονικού διαλόγου μέσω της διεξαγωγής κοινής έρευνας καλή τη πίστει».
Μάλιστα, σημείωσε πως η άνθηση των αντιμαχόμενων συνεργασιών σε διάφορους επιστημονικούς κλάδους αποτελεί ένδειξη ότι ξεκινά μια ριζική αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο ασκείται η επιστήμη στην ψυχολογία και σε άλλα πεδία. «Και», είπε «είναι μια σημαντική βελτίωση».
Ήταν ένα πλαίσιο που ο Κάνεμαν, γνωστός για τις σπουδές του στην συμπεριφορική οικονομία και την ψυχολογία λήψης αποφάσεων, είχε αναπτύξει με τη συνάδελφό και σύζυγό του Αν Τράισμαν για να καταπολεμήσει αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε “angry science” (θυμωμένη επιστήμη).
Σε μια δική του αντιμαχόμενη συνεργασία με τον ψυχολόγο Γκάρι Κλάιν μελέτησε τη διαίσθηση του ειδικού, μια έννοια στην ψυχολογία που περιγράφει ένα είδος διαισθητικής κρίσης, η οποία προκύπτει από τη γνώση και την εμπειρία. Ο Κλάιν υποστήριζε αυτήν την ιδέα, ενώ ο Κάνεμαν σε γενικές γραμμές όχι. Κατά τη διάρκεια της συνεργασίας, οι δυο τους έγιναν φίλοι, αν και συνέχιζαν να διαφωνούν.
Το 2010, ο Κάνεμαν μαζί με τον Νομπελίστα Οικονομικών Άνγκους Ντίτον, πρότειναν ότι η ευτυχία ακολουθεί την αύξηση του εισοδήματος μέχρι ένα ορισμένο σημείο και μετά η καμπύλη σταθεροποιείται. Μια άλλη ομάδα διαφωνούσε υποστηρίζοντας πως περισσότερα χρήματα αντιστοιχούν σε περισσότερη ευτυχία. Οι συγγραφείς και των δύο μελετών σε μια αντιμαχόμενη συνεργασία διαπίστωσαν ότι η καμπύλη όντως ισοπεδώθηκε, αλλά το μοτίβο ίσχυε μόνο για τους λιγότερο ευτυχισμένους ανθρώπους, ένα αποτέλεσμα που έγινε αποδεκτό και από τις δύο πλευρές. Αντίστοιχα, η τελευταία μελέτη του Κάνεμαν πριν από τον θάνατό του το 2024 περιλάμβανε επίσης μια αντιμαχόμενη συνεργασία.
Ωστόσο, ο Κάνεμαν δεν ήταν ο μόνος επιστήμονας που σκεφτόταν έτσι. Νωρίτερα, το 1988, το Journal of Applied Psychology είχε δημοσιεύσει μια συνεργατική μελέτη μεταξύ ανταγωνιστικών ερευνητικών ομάδων, χωρίς να χρησιμοποιήσει τον όρο adversarial collaboration. Το 2022, το Nature Human Behaviour δημοσίευσε μια τέτοια συνεργασία που τέσταρε μια θεωρία, η οποία υποστήριζε ότι οι υποκειμενικές συναισθηματικές εμπειρίες των ατόμων επηρεάζονται από τις εκφράσεις του προσώπου τους. Πρόσφατα, το Nature δημοσίευσε μια μελέτη που τέσταρε δύο αντιμαχόμενες θεωρίες για τη συνείδηση στην οποία οι υποστηρικτές και των δύο συνεργάστηκαν.
Η συνείδηση αντικείμενο αντιπαράθεσης…
Οι ερευνητές της συνείδησης συνηθίζουν να υποστηρίζουν ισχυρά τις θεωρίες τους, πράγμα που σημαίνει ότι η μελέτη της συνείδησης είναι ώριμη για μια αντιμαχόμενη συνεργασία.
Αν κάποιος/α αναζητά μια θεωρία που να εξηγεί το πώς ο εγκέφαλός μας δημιουργεί υποκειμενικές, εσωτερικές εμπειρίες, θα πρέπει να ψάξει ανάμεσα σε 29 διαφορετικές, όπως τις μέτρησε μια επισκόπηση του 2021.
O Όσκαρ Φεράντε, νευροεπιστήμονας στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ ανήκει σε μια ομάδα επιστημόνων που θέλουν να μειώσουν τον παραπάνω αριθμό, σε μία μόνο θεωρία, αλλά ο τρόπος με τον οποίο οι επιστήμονες συχνά μελετούν τη συνείδηση είναι πρόβλημα. Διατυπώνουν μια θεωρία, διεξάγουν πειράματα για να συγκεντρώσουν στοιχεία για αυτήν και την υποστηρίζουν ως την καλύτερη, ανάμεσα σε άλλες.
«Δυο είναι οι επικρατέστερες θεωρίες για τη συνείδηση. Η μια είναι η Global Neuronal Workspace Theory,GNWT (Θεωρία του Παγκόσμιου Νευρωνικού Χώρου Εργασίας), που αναπτύχθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 2000 από την ομάδα του Stanislas Dehaene, έναν γνωσιακό νευροεπιστήμονα στο Collège de France στο Παρίσι, η οποία υποστηρίζει ότι βιώνουμε συνειδητά τον κόσμο όταν βασικές περιοχές στο μπροστινό μέρος του εγκεφάλου μεταδίδουν αισθητηριακές πληροφορίες σε ολόκληρο τον εγκέφαλο», λέει στο Dnews o επίκουρος καθηγητής Γνωστικής Νευροεπιστήμης στο Τμήμα Ψυχολογίας του ΕΚΠΑ, Θεοφάνης Παναγιωταρόπουλος.
«Η άλλη θεωρία, που αναπτύχθηκε από την ομάδα του Giulio Tononi στο Πανεπιστήμιο του Ουισκόνσιν ονομάζεται Integrated Information Theory, ITT (Θεωρία Ολοκληρωμένης Πληροφορίας) και υποστηρίζει ότι η συνείδηση προέρχεται από την αλληλεπίδραση και τη συνεργασία διαφόρων τμημάτων του εγκεφάλου, καθώς εργάζονται συλλογικά για να ενσωματώσουν πληροφορίες που βιώνονται συνειδητά», προσθέτει ο καθηγητής.
Ο ίδιος έχει μελετήσει ερευνητικά στο Ινστιτούτο Βιολογικής Κυβερνητικής Max Planck και στο Inserm στο Παρίσι (στο NeuroSpin που διευθύνει ο Stanislas Dehaene), τον ρόλο του προμετωπιαίου φλοιού στη συνείδηση, την απώλεια της συνείδησης και την προβλεπτική επεξεργασία καταγράφοντας πληθυσμούς νευρώνων. Επίσης στο πανεπιστήμιο του Λέστερ στην Μ. Βρετανία μελέτησε τους μηχανισμούς της μνήμης καταγράφοντας νευρώνες στον εγκέφαλο ασθενών με επιληψία.
Ένα σχέδιο με δυσκολία…
Πριν από 7 χρόνια, η Λουτσία Μελόνι, νευροεπιστήμονας στο Ινστιτούτο Εμπειρικής Αισθητικής Max Planck στη Φρανκφούρτη της Γερμανίας, μαζί με 41 συναδέλφους σύστησαν μια ομάδα που την ονόμασαν Cogitate Consortium, και ξεκίνησαν μια σημαντική μελέτη για τη συνείδηση, ελπίζοντας να σπάσουν το καθιερωμένο μοτίβο.
Το σχέδιό τους ήταν να φέρουν σε επαφή δύο ομάδες ερευνητών των οποίων οι θεωρίες είναι αντικρουόμενες, και να σχεδιάσουν ένα πείραμα για να δουν πόσο καλά προβλέπουν οι δύο θεωρίες τι συμβαίνει στον εγκέφαλό μας κατά τη διάρκεια μιας συνειδητής εμπειρίας.
Με άλλα λόγια συμφώνησαν ότι διαφωνούν για να προχωρήσουν την έρευνα ένα ακόμη βήμα παραπέρα…
Η Δρ. Melloni και το Cogitate Consortium άρχισαν το 2018 να καταρτίζουν σχέδια για αυτή τη συνεργατική μελέτη. Ήθελαν να δοκιμάσουν αν θα καταφέρει μια αντιμαχόμενη συνεργασία, να προωθήσει από κοινού τη γνώση της περιοχής που αμφισβητείται και επέλεξαν τις δύο θεωρίες για τη συνείδηση που μόλις περιέγραψε ο Έλληνας επιστήμονας, ο οποίος συμμετέχει στο Cogitate Consortium.
Η Δρ. Melloni προσκάλεσε αρκετούς ερευνητές, ανάμεσά τους και τον Δρα. Φεράντε και πέρασε δύο χρόνια μαζί τους σχεδιάζοντας το πείραμα και υποβάλλοντας τον κατάλληλο εργαστηριακό εξοπλισμό σε δοκιμαστικές. Ξεκινώντας από τα τέλη του 2020, συνεργαζόμενοι ερευνητές σε 8 εργαστήρια στις ΗΠΑ, την Ευρώπη και την Κίνα, ξεκίνησαν να σαρώνουν τους εγκεφάλους 267 εθελοντών.
Οι ερευνητές έβαλαν τους εθελοντές να παίξουν βιντεοπαιχνίδια σχεδιασμένα για να μετρήσουν τη συνειδητή τους επίγνωση ότι βλέπουν πράγματα. Μια σειρά από πρόσωπα, αντικείμενα, γράμματα και σύμβολα εμφανίζονταν στην οθόνη και οι συμμετέχοντες/σες πατούσαν ένα κουμπί όταν έβλεπαν ορισμένους τύπους εικόνων. Οι ερευνητές μελέτησαν και αξιολόγησαν την εγκεφαλική δραστηριότητα που αντιστοιχούσε στη συνειδητή εμπειρία των εικόνων και μέχρι το 2022, είχαν προχωρήσει στην ανάλυση των δεδομένων τους.
Και οι δύο θεωρίες έκαναν κάποιες ακριβείς προβλέψεις για το τι συνέβαινε στον εγκέφαλο καθώς τα υποκείμενα βίωναν συνειδητά εικόνες, αλλά έκαναν επίσης και προβλέψεις που αποδείχθηκαν λανθασμένες.
Παρά τις προσδοκίες, τα αποτελέσματα δεν ανέδειξαν ξεκάθαρα έναν νικητή, καθώς καμία από τις θεωρίες δεν επικυρώθηκε από την συνεργατική μελέτη των αντίπαλων ομάδων. Οι μετρήσεις δεν επιβεβαίωσαν την αναμενόμενη συγχρονισμένη δραστηριότητα στον οπίσθιο φλοιό, όπως προέβλεπε η θεωρία IIT. Από την άλλη, η GNWT αντιμετώπισε προβλήματα, καθώς δεν ανιχνεύθηκε σε όλες τις περιπτώσεις «νευρωνική ανάφλεξη» με την παρουσίαση ερεθισμάτων, ούτε κατέστη δυνατόν να αποκωδικοποιηθεί με συνέπεια το περιεχόμενο της συνείδησης από τον προμετωπιαίο φλοιό.
«Το σπουδαιότερο όμως είναι ότι η μελέτη υπέβαλλε σε πειραματικό έλεγχο κάποιες (όχι όλες) από τις προβλέψεις δυο σημαντικών θεωριών της συνείδησης. Κάποιες από αυτές τις προβλέψεις δεν επιβεβαιώθηκαν (και για τις 2 θεωρίες). Αυτό είναι ένα σημαντικό βήμα για την επιτάχυνση της γνώσης μας για τη συνείδηση καθώς οδηγεί σε αναθεωρήσεις των θεωρητικών μοντέλων και σε νέα ερωτήματα, τα οποία είναι και η κινητήρια δύναμη της επιστημονικής μεθοδολογίας. Θα πρέπει να τονισθεί επίσης από “ψυχολογικής” άποψης το θάρρος των θεωρητικών με αντικρουόμενες απόψεις να συμφωνήσουν σε ένα κοινά αποδεκτό πείραμα που είναι σε θέση να ελέγξει κάποιες από τις θεωρητικές προβλέψεις τους», επισημαίνει ο καθηγητής Παναγιωταρόπουλος, ο οποίος συμμετείχε στη σύλληψη των πειραμάτων, στη μεθοδολογία και στη συγγραφή του άρθρου στο Nature έχοντας συμβουλευτικό ρόλο.
Η αντιμαχόμενη συνεργασία δίχασε τους επιστήμονες
Ωστόσο, πολλοί επιστήμονες στο ευρύτερο ερευνητικό οικοσύστημα της συνείδησης δεν συνέχισαν τη συζήτηση στο ίδιο συλλογικό πνεύμα. Το αντίθετο μάλιστα. Σε μια ανοιχτή επιστολή μετά την αρχική δημοσίευση των αποτελεσμάτων, οι υποστηρικτές της θεωρίας GNWT χαρακτήρισαν την IIT ψευδοεπιστήμη.
Άλλοι επιστήμονες, όπως ο Anil Seth, νευροεπιστήμονας στο Πανεπιστήμιο του Sussex, εντυπωσιάστηκαν από την κλίμακα αυτής της μελέτης και από την ανάδειξη των αδυναμιών κάθε θεωρίας.
Αλλά οι επικριτές της ομάδας ITT επέμειναν στην αρχική τους άποψη. Ο Joel Snyder, ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο της Νεβάδα στο Λας Βέγκας, υποστήριξε ότι οι προβλέψεις που έκανε κάθε ομάδα θα μπορούσαν να είχαν προκύψει και από άλλες θεωρίες, επομένως το πείραμα δεν ήταν μια ακριβής δοκιμή καμίας από αυτές. «Θα προκαλέσει σύγχυση», δήλωσε στη The New York Times.
Ωστόσο, η Λουτσία Μελόνι δεν εξεπλάγη από αυτή την εξέλιξη. Ο Κάνεμαν είχε προειδοποιήσει άλλωστε, ότι οι άνθρωποι αλλάζουν γνώμη μόνο όταν συσσωρεύονται νέα στοιχεία με την πάροδο του χρόνου. Μήπως αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αποδεχτούμε ότι ορισμένοι επιστημονικοί κλάδοι θα παραμείνουν “θυμωμένοι” όσο οι διαφωνίες επιμένουν; Ο Κάνεμαν έδειξε ότι αυτό δεν χρειάζεται να ισχύει.
Ο καθηγητής Παναγιωταρόπουλος πιστεύει ότι οι θεωρίες είναι χρήσιμες στην ερμηνεία πειραματικών δεδομένων και στη διατύπωση νέων υποθέσεων και πειραμάτων. Ωστόσο, σύμφωνα με τον ίδιο, το μεγαλύτερο ρόλο στην πρόοδο της γνώσης και σε αυτόν τον τομέα θα έχει η τεχνολογική εξέλιξη, συγκεκριμένα η συνεχής πρόοδος στις μεθόδους μέτρησης της εγκεφαλικής δραστηριότητας και ειδικά στη δυνατότητα ταυτόχρονης καταγραφής της δραστηριότητας μεγάλων πληθυσμών νευρώνων (εγκεφαλικών νευρικών κυττάρων) σε πολλές εγκεφαλικές περιοχές.
«Η χρησιμοποίηση αυτών των μεθόδων στον έλεγχο προβλέψεων θεωριών της συνείδησης θα μας φέρει πιο κοντά στην απάντηση. Με αυτόν τον τρόπο ίσως να μην είμαστε πολύ μακριά από μια “ενοποιημένη” θεωρία για τη συνείδηση αλλά και γενικότερα, από την ακόμα καλύτερη κατανόηση των μηχανισμών που ευθύνονται για πολλές νοητικές διεργασίες», εκτιμά, αναφέροντας πως αυτή τη στιγμή «τρέχουν» αρκετές προσπάθειες στο εξωτερικό που ελέγχουν τις προβλέψεις αντιπάλων θεωριών της συνείδησης. Μάλιστα συμμετέχει και αυτός σε κάποια από αυτές.
Ο ίδιος, στην Ελλάδα συνεχίζει τη μελέτη των εγκεφαλικών μηχανισμών της συνείδησης, ειδικά σε καταστάσεις απώλειάς της, όπως κατά τη διάρκεια της αναισθησίας και παράλληλα με τη θέση του στο ΕΚΠΑ, συνεργάζεται ως μέλος ΔΕΠ στο Ίδρυμα Ιατροβιολογικών Ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών - ΙΙΒΕΑΑ.
Content Original Link:
" target="_blank">